Πυκνώνουν
και πολλαπλασιάζονται τους τελευταίους λίγους
μήνες οι εξαγορές μεσαίου μεγέθους ελληνικών
επιχειρήσεων από ελληνικά private equity,
ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια. Ενα οικοσύστημα
funds με Ελληνες διαχειριστές και συχνά και
επενδυτές, που δεν ξεπερνά τα 10 σχήματα και των
οποίων τα υπό διαχείριση κεφάλαια είναι της
τάξης του 1,5 δισ. ευρώ, εάν συμπεριληφθούν και
εκείνα που τοποθετούνται σε startups, εξηγεί
στην «Κ» ο Απόστολος Ταμβακάκης, επικεφαλής του
EOS Capital Partners. Κεφάλαια που αναμένεται να
αυξηθούν, καθώς ωριμάζει η σχετική αγορά.
Απαιτείται ωστόσο ακόμα πολλή δουλειά για να
κλείσει το χάσμα της ελληνικής αγοράς
επενδυτικών κεφαλαίων με αυτό της Ευρώπης,
υπογραμμίζει ο Μάρκος Βερέμης, πρόεδρος της
Επιτροπής Καινοτομίας ΣΕΒ και της Upstream και
εταίρος του ventute capital, BigPi Ventures.
Ειδικά σε ό,τι αναφορά τις startups.
Για την ώρα πάντως,
private equity όπως το
SMERemediumCap (SMERC),
του οποίου ηγείται ο
Νίκος Καραμούζης, η EOS,
το Diorama, που
λειτουργεί κάτω από την
ομπρέλα της DECA και η
SouthBridge, χτίζουν
μεθοδικά ή έχουν ήδη
χτίσει θέσεις σε μεσαίου
μεγέθους ελληνικές
επιχειρήσεις με
διαφορετικές στρατηγικές
το καθένα, στοχεύοντας
σε υπεραξίες που
μεταφράζονται σε
αποδόσεις κεφαλαίων
σαφώς υψηλότερες από
αυτές των χρηματιστηρίων
ή άλλων επενδύσεων.
Επενδύσεις, που όπως
χαρακτηριστικά σημειώνει
στην «Κ» ο Νίκος
Καραμούζης, «γίνονται
στην πραγματική
οικονομία».
Υποτιμημένες εταιρείες
Και κάπου εδώ κρύβονται
και οι αιτίες της
ωρίμανσης αυτής της
αγοράς στην Ελλάδα: τα
τελευταία χρόνια τα
private equity διεθνώς
έχουν αυξηθεί σημαντικά
λόγω των χαμηλών
επιτοκίων και της
αυξημένης ρευστότητας,
που οδηγεί τους
επενδυτές στην αναζήτηση
αποδόσεων σε
τοποθετήσεις
εναλλακτικές των
χρηματιστηρίων, των
ομολόγων ή των
καταθέσεων.
Επενδύουν σε
υποτιμημένες εταιρείες
με σκοπό να πουλήσουν με
σημαντικά premium, αφού
έχουν πρώτα προβεί στην
αναδιάρθρωσή τους, στη
βελτίωση του management,
στη μεγέθυνσής τους μέσω
συγχωνεύσεων με άλλες
εταιρείες και στην
ανάπτυξή τους
επενδύοντας πρόσθετα
κεφάλαια, εξηγεί στην
«Κ» ο CEO της PwC
Ελλάδος, Μάριος Ψάλτης.
Η Ελλάδα έρχεται τώρα να
ανέβει με τη σειρά της
σε αυτό το τρένο, καθώς
τα τελευταία τρία χρόνια
αποκαθίσταται το
έλλειμμα εμπιστοσύνης
που υπήρχε έπειτα από τη
δεκαετή κρίση και το
country risk μειώνεται.
Το έλλειμμα επενδύσεων
στη χώρα, είτε εξαιτίας
της κατάστασης που
επικρατούσε στις
τράπεζες είτε και του
ρίσκου που ενσωμάτωνε η
χώρα την προηγούμενη
δεκαετία, ήρθαν να το
καλύψουν αρχικά μεγάλα
ξένα private equity που
μπήκαν σε μεγάλες
εταιρείες, όπως στον
κλάδο της υγείας, των
τροφίμων και των
τηλεπικοινωνιών. Ωστόσο,
πρόβλημα χρηματοδότησης
έχουν και οι μεσαίες
επιχειρήσεις, το μέγεθος
των οποίων δεν είναι
ελκυστικό για τους
μεγάλους ξένους αλλά
είναι κατάλληλο για τα
ελληνικά private equity,
εξηγεί ο CEO της PwC.
Οι συνθήκες ωρίμασαν
Γιατί όμως είναι
περισσότερο δεκτικοί
τώρα οι Ελληνες
ιδιοκτήτες επιχειρήσεων
να απεμπολήσουν τον
έλεγχο του μετοχικού
κεφαλαίου τους,
παραχωρώντας πλειοψηφικά
ποσοστά σ’ αυτά τα
funds;
Σύμφωνα με τον Νίκο
Καραμούζη, επικεφαλής
της SMERC, η οποία
διαχειρίζεται κεφάλαια
περίπου 150 εκατ. ευρώ,
υπάρχουν λίγες
εναλλακτικές για την
εξεύρεση ικανών
χρηματοδοτήσεων.
Επιπλέον, έχουν «ωριμάσει»
πολλές οικογενειακές
επιχειρήσεις και η νέα
γενιά μετόχων είτε δεν
έχει τη συναισθηματική
σύνδεση με τις εταιρείες
που είχε η προηγούμενη
είτε αντιλαμβάνεται
καλύτερα την ανάγκη να
μπουν κεφάλαια ώστε να
μεγαλώσουν –οργανικά ή
με εξαγορές– και να
αποκτήσουν εξωστρεφή
προσανατολισμό.
Για τον κ. Καραμούζη,
άλλωστε, οδηγός σε αυτή
τη διαδικασία επενδύσεων
των ελληνικών private
equity είναι τέσσερις
παράμετροι:
• Κατ’ αρχάς η δεκαετής
οικονομική κρίση που
οδήγησε, όπως εξηγεί,
περισσότερες από 3.000
οικογενειακές μεσαίου
μεγέθους επιχειρήσεις σε
σοβαρές
χρηματοοικονομικές
δυσκολίες.
• Δεύτερον, το γεγονός
πως το μέγεθος της
ελληνικής αγοράς είναι
ανεπαρκές για να
αναπτυχθούν και έτσι η
ανάγκη για εξωστρέφεια
έχει εμπεδωθεί. Και η
εξωστρέφεια προϋποθέτει
μεγαλύτερα μεγέθη και
κεφάλαια.
• Τρίτον, οι
τεχνολογικές εξελίξεις
και οι μεγάλες αλλαγές
στο ρυθμιστικό
περιβάλλον απαιτούν
επίσης σοβαρές
κεφαλαιουχικές δαπάνες,
που δεν είναι δυνατόν να
προκύψουν από τους
υπάρχοντες μετόχους ή
τις τράπεζες, ειδικά αν
πρόκειται για εταιρείες
των οποίων ο ισολογισμός
είναι πιεσμένος.
• Τέλος, θρυαλλίδα είναι
και η προαναφερθείσα
ωρίμανση των
προτεραιοτήτων των
ιδιοκτητών, που τους
κάνει δεκτικότερους στο
να απεμπολήσουν τον
έλεγχο ή ακόμα και η
ανάγκη τακτοποίησης
ενδοοικογενειακών
περιουσιακών υποθέσεων.
Εξάλλου συνειδητοποιούν
πως έπειτα από την
είσοδο ενός private
equity είναι πιθανότατο
σε μερικά χρόνια τα
μειοψηφικά τους ποσοστά
να αξίζουν σημαντικά
περισσότερο από τα
τρέχοντα πλειοψηφικά.
Σύμφωνα με τον
επικεφαλής του SMERC, η
Ελλάδα έχει τις
μικρότερες μεσαίες
επιχειρήσεις στην Ευρώπη
με μέσο κύκλο εργασιών
τα 10 εκατομμύρια και
μέσα λειτουργικά κέρδη 1
εκατομμύριο. Το
περιβάλλον αυτό
δημιουργεί ευκαιρίες για
τους επενδυτές που
τοποθετούν τα κεφάλαιά
τους στα ελληνικά
private equity και τα
οποία αποδεδειγμένα
μπορούν να δώσουν
αποδόσεις πολύ
υψηλότερες από αυτές που
θα πετύχαιναν στα διεθνή
χρηματιστήρια, όπου
πλέον οι αποτιμήσεις
κρίνονται ως απαιτητικές.
Οι επικεφαλής αυτών των
funds συμφωνούν πως ο
μέσος χρονικός ορίζοντας
των επενδύσεών τους
είναι από 3 έως 5 έτη,
χωρίς ωστόσο να
αποκλείουν έξοδο
νωρίτερα εφόσον η
κατάλληλη συγκυρία
αναδυθεί. Κάτι τέτοιο
έκανε πρόσφατα η EOS,
αλλά και το Diorama.
Η στρατηγική τους
Ποιοι είναι όμως εκείνοι
οι επενδυτές που θα
πάρουν τη σκυτάλη από τα
ελληνικά private equity;
Πώς γίνεται δηλαδή το
exit;
Πρόκειται είτε για άλλες
επιχειρήσεις του κλάδου
που επιδιώκουν να
αυξήσουν τα μεγέθη τους
μέσω εξαγορών είτε για
άλλα επενδυτικά κεφάλαια
με πιο μακροπρόθεσμους
ορίζοντες, που
εντοπίζουν
ικανοποιητικές
μερισματικές αποδόσεις
στις αναταχθείσες
επιχειρήσεις, είτε για
χρηματιστηριακούς
επενδυτές όταν
επιλέγεται η έξοδος μέσω
δημόσιας εγγραφής. Η
τελευταία επιλογή βέβαια
προαπαιτεί την ωρίμανση
και εμβάθυνση της
ελληνικής
χρηματιστηριακής αγοράς,
αλλά και της
χρηματιστηριακής
κουλτούρας, συμφωνούν
όλοι.
Δεν έχουν όμως όλοι οι
διαχειριστές των
ελληνικών private equity
τα ίδια επενδυτικά
μοντέλα ή κριτήρια
εισόδου σε μία εταιρεία,
ούτε στρατηγικές. Για
παράδειγμα, η
SouthBridge, που έχει
συγκεντρώσει κεφάλαια
υπό διαχείριση της τάξης
των 180 εκατομμυρίων,
χρηματοδοτεί συχνά
εταιρείες μέσω
μετατρέψιμων ομολογιών
και δεν εμπλέκεται με το
μάνατζμεντ. Η EOS
αναζητεί ποιοτικές
επιχειρήσεις που
χρειάζονται κεφάλαια για
να αναπτυχθούν, αλλά όχι
και distressed
περιπτώσεις. Εμπλέκεται
δε ενεργά στην
υποστήριξη και κατάρτιση
του στρατηγικού
σχεδιασμού για την
ανάπτυξή τους. Για την
επικεφαλής της EOS, το
2022 θα είναι μια
δύσκολη χρονιά και ο
πληθωρισμός που ενέσκηψε
μετά τα μέσα του 2021 θα
παραμείνει για τα
επόμενα 2 με 3 χρόνια.
Ωστόσο δηλώνει πως θα
συνεχίσει τις επενδύσεις,
καθώς η συγκυρία
δημιουργεί και ευκαιρίες
ειδικά στο consolidation
της κατακερματισμένης
ελληνικής αγοράς. Δεν
αποκλείει επίσης
συνεργασίες με άλλους
επενδυτές, όπως η
πρόσφατη με τον
επιχειρηματία Σπύρο
Θεοδωρόπουλο στην
Ελληνικοί Χυμοί ΑΕΒΕ.
Το ξεκαθάρισμα της
κρίσης
Σύμφωνα με τον Νίκο
Κούλη, αντιπρόεδρο και
διευθύνοντα σύμβουλο της
DECA Investments, που
ελέγχει το Diorama ΙΙ,
το οποίο έχει
συγκεντρώσει κεφάλαια
άνω των 200 εκατομμυρίων,
δρομολογούνται νέες
επενδύσεις σε
αναπτυσσόμενες ελληνικές
επιχειρήσεις με
εξωστρεφή προσανατολισμό,
καθώς η ελληνική
οικονομία είναι σε
περίοδο ανάπτυξης.
Επιπλέον, μιλώντας
πρόσφατα στην «Κ»,
σημειώνει πως «η επώδυνη
κρίση της τελευταίας
δωδεκαετίας οδήγησε σε
ένα γενικότερο
ξεκαθάρισμα και οι
εταιρείες που επιβίωσαν
είναι πιο ανταγωνιστικές
και εξωστρεφείς, κάτι
που απαιτεί κεφάλαια και
τεχνογνωσία».
Το έλλειμμα στήριξης των
startups
Πέραν όμως των
επενδυτικών κεφαλαίων
που τοποθετούνται κυρίως
σε μεσαίου μεγέθους
επιχειρήσεις, υπάρχει
και ένας μικρός αριθμός
venture capitals που
στοχεύει στην τεχνολογία,
την καινοτομία των
startups. Μεταξύ τους
ξεχωρίζει η BigPi
Ventures του Μάρκου
Βερέμη, ο οποίος
σημειώνει πως το Ισραήλ
που θεωρείται χώρα με
μεγάλη δυναμική στον
χώρο των startups έχει
500 τέτοια επενδυτικά
σχήματα, ενώ η Ελλάδα
έξι. Ομως η αποτίμηση
του ελληνικού
οικοσυστήματος
καινοτομίας, που πριν
από δέκα χρόνια ήταν
περίπου 300 εκατ. ευρώ,
αγγίζει σήμερα τα 8 δισ.
Για να γίνει αυτό
επενδύθηκαν μόλις 350
εκατομμύρια από
ευρωπαϊκά Jeremie και
EquiFunds και ιδιώτες,
και από το κράτος 50
εκατ. «Κάναμε μια καλή
αρχή, αλλά είμαστε ακόμα
πολύ πίσω. Τι λείπει;
Ούτε τα καλά μυαλά, ούτε
οι καλές ιδέες, ούτε η
ικανότητα ως επενδυτές
να βρούμε επενδυτικούς
στόχους. Λείπει ένα
πλήρες χρηματοδοτικό
πλαίσιο που να μας δώσει
την ευκαιρία να
υποστηρίξουμε ακόμα
καλύτερα αυτές τις
εταιρείες», σημειώνει
χαρακτηριστικά. Και
εξηγεί πως πρέπει να
αναπτυχθεί ολόκληρη η «αλυσίδα»
angel investors, venture
capital, growth equity,
private equity, και
τέλος το χρηματιστήριο,
που είναι απαραίτητο για
τις startups.