|
Με άλλα
λόγια, ένα μέρος της
παραγωγής και μάλιστα
σταθερά διογκούμενο συν
τω χρόνω καταλήγει να
προκύπτει χωρίς κανένα
αντίκρισμα πράγμα που
μεταφράζεται αρνητικά
στα έσοδα των παραγωγών.
Γιατί
πουλάνε
Το
«πωλητήριο» όπως
αναφέρουν οι ίδιες πηγές
αφορά κατά κύριο λόγο
μικρά πάρκα της τάξης
των 500kW με 1 MW σε
καθεστώς «feed in
premium» και τα οποία
διαθέτουν 20ετείς
συμβάσεις με τον ΔΑΠΕΕΠ.
Σύμφωνα
με όσα προβλέπει η
σύμβαση, τα εν λόγω
πάρκα δεν αμείβονται για
την περικοπτόμενη
ενέργεια ή τουλάχιστον
δεν αμείβονται για το
ποσό που έχουν απωλέσει
μέχρι στιγμής μιας και
δεν υπάρχει ακόμη
μηχανισμός αντιστάθμισης
ενώ επιβαρύνονται με τις
συνέπειες των μηδενικών
και αρνητικών τιμών στην
αγορά ενέργειας.
Τα
παραπάνω συνεπάγονται
σημαντικές απώλειες
εσόδων που καταλήγουν
μέχρι και να αναθεωρούν
τα business plan των
επενδυτών πάνω στα οποία
στηρίχθηκε προ ετών τόσο
η κατασκευή του πάρκου
όσο και πολύ περισσότερο
η χρηματοδότηση του από
κάποια τράπεζα.
Με
δεδομένο ότι ο κίνδυνος
αναμένεται να
επιδεινωθεί έτη
περαιτέρω τουλάχιστον
μέχρι να τεθούν σε
λειτουργία οι πρώτες
μπαταρίες στο σύστημα
που θα περιορίσουν τις
ανάγκες περικοπών, μια
σειρά επενδυτές
αξιολογούν ως καλύτερη
δυνατή λύση προς
αντιστάθμιση του ρίσκου,
την πώληση του πάρκου,
αποφεύγοντας έτσι να
παραμείνουν σε μια
μακρόχρονη κατάσταση
αβεβαιότητας.
Γιατί
αγοράζουν
Σημειώνεται, όπως
προαναφέρθηκε, ότι
πρόκειται για
φωτοβολταϊκά πάρκα σε
λειτουργία με εν
ενεργεία σύμβαση με τον
ΔΑΠΕΕΠ, πράγμα που
σημαίνει ότι έχουν
«κλειδώσει» μια σταθερή
τιμή αποζημίωσης (Feed
in Premium) για την
παραγόμενη ενέργεια, υπό
την αίρεση βέβαια των
παραμέτρων (αρνητικές,
μηδενικές τιμές και
περικοπές) που αναφέραμε
παραπάνω.
Η
διαφορά ανάμεσα στον
μεμονωμένο παραγωγό και
μια εταιρεία με ένα
συνολικότερο
χαρτοφυλάκιο έγκειται
στο γεγονός ότι στη
δεύτερη περίπτωση,
καθίσταται ευκολότερη η
διαχείριση του ρίσκου
και επομένως προκύπτουν
περισσότερες πιθανότητες
αλλά και δυνατότητες να
διατηρήσει θετικό
πρόσημο η επένδυση.
Η εν
λόγω συνθήκη ισχύει για
το σύνολο της
διαχείρισης του πάρκου
που πλέον έχει πάψει να
συνιστά μια εύκολη
υπόθεση με τον παραγωγό
να καλείται να
προσμετρήσει
πολλαπλάσιες παραμέτρους
προκειμένου να
διατηρήσει σταθερά
αποδοτική την επένδυσή
του. Αυτό αφορά από την
καθημερινή λειτουργία
του πάρκου έως την
πρόβλεψη για την
ασφάλιση του πάρκου και
την συντήρησή του με τον
βασικότερο «πονοκέφαλο»
να συνιστά η τράπεζα και
οι απαιτήσεις για την
εκπλήρωση του δανείου σε
μια περίοδο μάλιστα που
τα έσοδα από την πώληση
της παραγόμενης
ηλεκτρικής ενέργειας
έχουν χάσει την πρότερη
«σιγουριά» τους.
Πηγές
της αγοράς με γνώση των
deals και των όσων
συμβαίνουν στο κλάδο,
αναφέρουν ότι οι εν λόγω
επενδύσεις συνοδεύονται
από εσωτερικό συντελεστή
απόδοσης (internal Rate
of Return) της τάξης του
7 έως και 10% στην
καλύτερη, κλίμακα που
θεωρείται ικανοποιητική,
με ορίζοντα ανάκτησης
της επένδυσης σε βάθος
δεκαετίας.
Υπό αυτό
το πρίσμα, όπως
επεξηγούν στη «Ν», δεν
πρόκειται για τρομερά
κερδοφόρες επενδύσεις
ωστόσο είναι επικερδείς.
Η αγορά
μόνη λύση για
χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ
Αξίζει
να σημειωθεί ότι τα εν
λόγω έργα τυγχάνουν
προσοχής ιδίως εταιρειών
(εγχώριων και ξένων) που
θέλουν να διαμορφώσουν
ένα χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ
στην ελληνική αγορά και
δεν έχουν άλλο τρόπο.
Πρόκειται για εταιρείες
που έχουν προωθήσει την
αδειοδότηση σειράς έργων
ΑΠΕ και δη
φωτοβολταϊκών,
διαδικασία που ωστόσο
έχει παγώσει ενώπιον των
περιορισμών που υπάρχουν
στο ηλεκτρικό χώρο με
αποτέλεσμα να περιμένουν
εδώ και χρόνια στην
«ουρά» με τα «χαρτιά στο
χέρι».
Τέλος,
οι ίδιες πηγές
επισημαίνουν ότι οι
τιμές πώλησης
κυμαίνονται στα 780
χιλιάδες ευρώ ανά
Μεγαβάτ, γνωρίζοντας μια
μικρή υποχώρηση σε σχέση
με μερικούς μήνες πριν
όταν οι διαπραγματεύσεις
εκκινούσαν από τα 830
χιλιάδες ευρώ ανά
Μεγαβάτ.
Πηγή:
Ναυτεμπορική
|