|
Καθώς η
εμπορική αντιπαράθεση
μεταξύ των δύο
μεγαλύτερων οικονομιών
του κόσμου συνεχίζεται,
οι υπόλοιπες χώρες
προετοιμάζονται για ένα
ακόμη ισχυρότερο σοκ. Η
διαρκής αύξηση των
εξαγωγών από την Κίνα
αποδίδεται τόσο στην
κρατική στρατηγική όσο
και στην επιβράδυνση της
εσωτερικής ζήτησης.
Προκειμένου να
αμβλυνθούν οι επιπτώσεις
της κρίσης στον τομέα
των ακινήτων, το Πεκίνο
έχει επί χρόνια
ενισχύσει τις επενδύσεις
στη βιομηχανική
παραγωγή, γεγονός που
έχει οδηγήσει σε
υπερβάλλουσα προσφορά.
Η Κίνα
ενισχύει διαρκώς το
παγκόσμιο μερίδιό της σε
όλες τις βασικές
κατηγορίες αγαθών, με
την τάση αυτή να
αναμένεται να
συνεχιστεί, ανεξαρτήτως
των εμπορικών φραγμών.
Το Πεκίνο δεν δείχνει
πρόθεση να μεταβάλει τη
στρατηγική του που
βασίζεται στις εξαγωγές.
Κατευθύνοντας πλέον τα
προϊόντα της προς αγορές
της Νοτιοανατολικής
Ασίας, της Λατινικής
Αμερικής και της
Ευρώπης, η Κίνα έχει
αντισταθμίσει τη
μειωμένη ζήτηση από τις
ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτό
ενδέχεται να προκαλέσει
νέες εντάσεις, καθώς οι
εμπορικοί της εταίροι
υφίστανται πίεση από την
Ουάσιγκτον.
Κράτη
που έχουν δεχθεί εισροή
κινεζικών προϊόντων
–όπως το Βιετνάμ, η
Καμπότζη και η
Ινδονησία– βρίσκονται
αντιμέτωπα με απειλές
επιβολής υψηλών δασμών
από τον Trump, οι
οποίες, τουλάχιστον
προσωρινά, έχουν
ανασταλεί εν αναμονή
διαπραγματεύσεων.
Ορισμένες χώρες
ωφελήθηκαν από την
αύξηση άμεσων ξένων
επενδύσεων, καθώς
επιχειρήσεις αναζητούν
εναλλακτικές στην
κινεζική παραγωγή. Άλλες
κατάφεραν να επανεξάγουν
κινεζικά προϊόντα στις
ΗΠΑ. Αν όμως δεν
επιτευχθεί συμφωνία, ο
ανταγωνισμός από τις
κινεζικές επιχειρήσεις
μπορεί να αποβεί
καταστροφικός για τις
τοπικές βιομηχανίες.
Η
κινεζική στρατηγική
Αν και
οι πολιτικές Trump έχουν
προκαλέσει σημαντική
αναστάτωση στο διεθνές
εμπόριο, η στροφή της
Κίνας προς τις εξαγωγές
ξεκίνησε ήδη από την
κρίση στην εγχώρια αγορά
ακινήτων το 2021. Οι
αρμόδιες αρχές έσπευσαν
να μεταφέρουν τη
χρηματοδότηση από τον
τομέα της κτηματαγοράς
στη βιομηχανία και στις
εξαγωγές, προκειμένου να
αντισταθμίσουν τη
συρρίκνωση ενός τομέα
που παρείχε έως και το
1/3 της οικονομικής
ανάπτυξης.
Σήμερα,
οι εμπορικοί φραγμοί
ανακατευθύνουν τις
παγκόσμιες ροές εμπορίου
και τις εφοδιαστικές
αλυσίδες, με τον
αντίκτυπο να γίνεται όλο
και πιο αισθητός. Στη
Γερμανία, για
παράδειγμα, οι εισαγωγές
κινεζικών προϊόντων
αυξήθηκαν κατά 20% τον
προηγούμενο μήνα,
προκαλώντας ανησυχία
στον βιομηχανικό κλάδο,
ιδιαίτερα στην
αυτοκινητοβιομηχανία. Η
Κίνα κατασκεύασε φέτος
45% περισσότερα
ηλεκτρικά αυτοκίνητα,
ενώ οι εξαγωγές τους
αυξήθηκαν κατά 64,6%.
Πολλές
χώρες που βλέπουν τις
εισαγωγές από την Κίνα
να αυξάνονται,
καταγράφουν παράλληλα
συρρίκνωση στη δική τους
παραγωγή. Αυτό
συνεπάγεται απώλεια
θέσεων εργασίας και
χρεοκοπίες επιχειρήσεων.
Στην Ινδονησία, για
παράδειγμα, έχουν
κλείσει εργοστάσια
ένδυσης που δεν μπορούν
να ανταγωνιστούν τα
φθηνότερα κινεζικά
προϊόντα. Το 2023 και
2024, εκτιμάται πως
περίπου 250.000
εργαζόμενοι του κλάδου
έχασαν τη δουλειά τους.
Αντίστοιχα, στην
Ταϊλάνδη, εταιρείες που
παρήγαγαν εξαρτήματα
αυτοκινήτων οδηγήθηκαν
σε πτώχευση λόγω της
εισροής κινεζικών
ηλεκτρικών οχημάτων. Στη
Βραζιλία, τέλος, οι
αυτοκινητοβιομηχανίες
ζήτησαν από την
κυβέρνηση να κινήσει
διαδικασίες για πιθανές
πρακτικές ντάμπινγκ στα
κινεζικά οχήματα που
διατίθενται στη χώρα.
Πηγή: The New York Times
|