|
Με τη
διατήρηση του σημερινού
καθεστώτος και το 2026,
οι συναλλαγές για
νεόδμητα ακίνητα θα
συνεχίσουν να
φορολογούνται
αποκλειστικά με τον φόρο
μεταβίβασης 3%.
Έως την
31η Δεκεμβρίου 2026 έχει
ανασταλεί και η επιβολή
του Φόρου Υπεραξίας
Ακινήτων, ο οποίος
ανέρχεται σε 15% και
επιβάλλεται στα κέρδη
από την πώληση ακινήτου,
υπολογιζόμενα ως η
διαφορά μεταξύ τιμής
πώλησης και τιμής
κτήσης.
Στα σχέδια της
κυβέρνησης είναι και το
«πάγωμα» των
αντικειμενικών αξιών των
ακινήτων και την επόμενη
χρονιά. Οι όποιες
αλλαγές θα περιοριστούν
στην ένταξη και νέων
περιοχών στο σύστημα
χωρίς άλλες
αναπροσαρμογές.
ΦΠΑ στα
νεόδμητα ακίνητα μπήκε
για πρώτη φορά την 1η
Ιανουαρίου 2006, με
εξαίρεση την πρώτη
κατοικία. Μέχρι τότε, οι
αγοραπωλησίες ακινήτων
επιβαρύνονταν μόνο με
φόρο μεταβίβασης. Τον
πρώτο χρόνο εφαρμογής
του μέτρου ο συντελεστής
ΦΠΑ ήταν 19% για να
φτάσει στο 24% στα
χρόνια των Μνημονίων. Ο
ΦΠΑ στις νέες οικοδομές
παρέμεινε για 13 χρόνια
προκαλώντας προβλήματα
στην έτσι κι’ αλλιώς
ευάλωτη αγορά λόγω της
οικονομικής κρίσης.
Το 2019
αποφασίστηκε η τριετής
αναστολή του φόρου και
συγκεκριμένα από την 1η
Ιανουαρίου 2020 έως και
τις 31η Δεκεμβρίου 2022
με στόχο να τονωθεί
γενικότερα ο κλάδος της
οικοδομής. Έκτοτε
ανακοινώνονται συνεχείς
παρατάσεις με την
τελευταία να εκπνέει στο
τέλος του 2025, και όπως
όλα δείχνουν θα υπάρξει
τουλάχιστον μια ακόμη.
Το
όφελος για τον αγοραστή
από το «πάγωμα» του ΦΠΑ
είναι σημαντικό, καθώς
για κάθε 100.000 αξίας
ακινήτου εξοικονομεί
24.000 ευρώ. Για
παράδειγμα: Για ένα
διαμέρισμα αξίας 250.000
ευρώ, ο ΦΠΑ θα έφτανε
τις 60.000 ευρώ, ενώ ο
φόρος μεταβίβασης
διαμορφώνεται μόλις σε
7.500 ευρώ.
Το
όφελος φθάνει τις 52.500
ευρώ, μέγεθος που εν
πολλοίς κρίνει και τη
συνολική έκβαση της
συναλλαγής. Για μια
κατοικία αξίας 300.000
ευρώ, το κόστος αγοράς
με ΦΠΑ 24% διαμορφώνεται
στα 372.000 ευρώ. Με την
αναστολή του ΦΠΑ η τιμή
του ίδιου ακινήτου
πέφτει στα 309.000 ευρώ,
αφού επιβάλλεται μόνο
φόρος μεταβίβασης 3%,
και έτσι ο αγοραστής
πληρώνει 63.000 ευρώ
λιγότερα.
|