|
Η
Berkshire Hathaway ήταν
κατασκευάστρια
κλωστοϋφαντουργικών
προϊόντων όταν ο κ.
Buffett αγόρασε την
εταιρεία το 1965. Στα
χρόνια που ακολούθησαν
τη μετέτρεψε σε μια
τεράστια ασφαλιστική
εταιρεία και σε έναν
όμιλο με συμφέροντα στα
πάντα, από την ενέργεια
μέχρι τα γλυκά. Εφάρμοσε
μια στρατηγική επένδυσης
σε αξίες -αναζητώντας
εταιρείες που φαίνονταν
φθηνές σε σχέση με την
εσωτερική τους αξία.
Μεταξύ του 1965 και του
τέλους του περασμένου
έτους, η χρηματιστηριακή
αξία της Berkshire είχε
αυξηθεί κατά περισσότερο
από 5.500.000%, με μέση
ετήσια απόδοση σχεδόν
20%. Η συνολική απόδοση
του δείκτη S&P 500 κατά
την ίδια περίοδο ήταν
39.000%.
Σήμερα η
Berkshire έχει
κεφαλαιοποίηση αγοράς
1,16 τρισ. δολάρια. Παρ’
όλα αυτά, ο κ. Buffett
άφησε στον διάδοχό του
ένα δύσκολο έργο. Ο κ.
Abel είναι στην εταιρεία
για πάνω από 25 χρόνια.
Από το 2018 διευθύνει
τις μη ασφαλιστικές
δραστηριότητες του
Ομίλου -όπως οι
επιχειρήσεις ενέργειας,
σιδηροδρόμων και
λιανικής πώλησης. Η
πρόκληση ξεπερνά το να
αντικαταστήσει τον κ.
Buffett ως επενδυτικό
«μαντείο». Η επενδυτική
στρατηγική της Berkshire
γίνεται όλο και πιο
δύσκολη.
Τον
τελευταίο χρόνο ο κ.
Buffett πούλησε
επιθετικά μετοχές,
συμπεριλαμβανομένου ενός
μεγάλου μέρους της
συμμετοχής του στην
Apple. Τώρα, για πρώτη
φορά έπειτα από δύο
δεκαετίες, η Berkshire
κατέχει περισσότερα
μετρητά απ’ ό,τι
εισηγμένες μετοχές. Στα
τέλη Μαρτίου είχε στον
ισολογισμό της 348 δισ.
δολάρια σε μετρητά και
βραχυπρόθεσμο χρέος του
αμερικανικού δημοσίου,
υπερδιπλάσιο από αυτό
που ανέφερε στο κλείσιμο
του 2023. Οι
τοποθετήσεις της σε
έντοκα γραμμάτια του
Δημοσίου αντιπροσωπεύουν
περίπου το 5% της
αγοράς. Αν η Berkshire
ήταν ξένη χώρα, θα ήταν
ο δέκατος μεγαλύτερος
κάτοχος αμερικανικού
κρατικού χρέους,
μεγαλύτερος από την
Ινδία, την Ελβετία ή την
Ταϊβάν.
Η
απόφαση του κ. Buffett
να αποσυρθεί από το
χρηματιστήριο έχει μέχρι
στιγμής ωφελήσει την
Berkshire. Η μετοχή της
εταιρείας έχει αυξηθεί
κατά 20% φέτος, ενώ ο
S&P 500 έχει μειωθεί
κατά 3%. Τώρα ο κ.
Buffett και ο κ. Abel
πρέπει να βρουν τι θα
κάνουν το τεράστιο βουνό
μετρητών τους. Υπάρχουν
και χειρότερα
προβλήματα, αλλά η θέση
της Berkshire αντανακλά
ένα δύσκολο περιβάλλον
για το είδος των
επενδύσεων που έκανε
διάσημο τον κ. Buffett.
Τον τελευταίο καιρό
γκρινιάζει ότι δεν
υπάρχει κάτι αξιόλογο
εκεί έξω να αγοράσει
κανείς σε λογικές τιμές.
Ακόμα και μετά την
πρόσφατη αναταραχή της
αγοράς, οι αποτιμήσεις
των εισηγμένων εταιρειών
είναι υψηλές σε σχέση με
τα ιστορικά τους
επίπεδα.
Μια
επιλογή για τον κ. Abel
θα ήταν να επεκταθεί πιο
επιθετικά σε επενδύσεις
στο εξωτερικό. Τα
τελευταία χρόνια ο κ.
Buffett έκανε κάποιες
επιτυχημένες κινήσεις
εκτός των συνόρων. Για
παράδειγμα, επένδυσε
δισεκατομμύρια δολάρια
σε διάφορους εμπορικούς
ομίλους της Ιαπωνίας,
όπως η Mitsubishi και η
Sumitomo. Ο κ. Abel θα
μπορούσε να σημειώσει
ότι μεταξύ των εταιρειών
που αξίζουν πάνω από 5
δισ. δολάρια και έχουν
λόγο τιμής προς κέρδη
κάτω από δέκα -που
υποδηλώνει ότι είναι
φτηνά αποτιμημένες- το
80% βάσει της αξίας τους
εδρεύει εκτός Αμερικής.
Μια άλλη
επιλογή θα ήταν να
απομακρυνθεί από τις
επενδύσεις αξίας με την
ελπίδα να βρει
περισσότερες
επιχειρήσεις στις οποίες
μπορεί να επενδύσει
χρήματα. Αυτό φαίνεται
απίθανο, προς το παρόν
τουλάχιστον. Μια τέτοια
κίνηση θα μεταμόρφωνε
την κουλτούρα της
Berkshire και θα
διακινδύνευε την οργή
του στρατού των
θαυμαστών του κ.
Buffett. Έπειτα από 25
χρόνια στην εταιρεία, ο
κ. Abel είναι απίθανο να
τραβήξει χειρόφρενο
αμέσως.
Αν δεν
υπάρξει αλλαγή σε κάποιο
από τα δύο μέτωπα, η
Berkshire θα πρέπει να
περιμένει μια ύφεση στην
αγορά για να βρει νέες
μεγάλες ευκαιρίες να
χρησιμοποιήσει τα
μετρητά της. Ο κ.
Buffett είχε ταλέντο στο
να εντοπίζει τέτοιες
ευκαιρίες. Κατά τη
διάρκεια μιας ύφεσης το
1990, αγόρασε ένα μεγάλο
μερίδιο της αμερικανικής
τράπεζας Wells Fargo.
Μετά την παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση
του 2007-09, επένδυσε σε
εταιρείες όπως η Johnson
& Johnson και η Kraft
Foods (και ξανά στη
Wells Fargo). Ο
κατάλογος είναι μακρύς.
Οι μέτοχοι της Berkshire
το μόνο που έχουν να
ελπίζουν είναι ο κ. Abel
να διαθέτει τις ίδιες
μαντικές ικανότητες με
τον προκάτοχό του.
Πηγή:
The Economist
|