|
Παράλληλα, ο δείκτης
ευφορίας της
Barclays,
που καταγράφει μετοχές
με έντονη υπερτίμηση
βάσει της δραστηριότητας
στην αγορά
options,
δείχνει ότι περίπου το
11% των αμερικανικών
μετοχών βρίσκεται σε
«ζώνη ευφορίας», επίπεδο
που θυμίζει την εποχή
της φούσκας
dot-com
στα τέλη των ’90s
και τη φρενίτιδα των
meme
stocks
το 2021.
Οι
προειδοποιήσεις έρχονται
σε ένα περιβάλλον όπου ο
λόγος τιμής προς κέρδη (P/E)
του
S&P
500 αγγίζει τα υψηλότερα
επίπεδα από τις αρχές
του 2000, ενώ οι
εκτιμήσεις για την
πορεία της οικονομίας
διαφοροποιούνται. Από τη
μια υπάρχουν ενδείξεις
υποχώρησης της
καταναλωτικής ζήτησης
και της αγοράς εργασίας,
από την άλλη, τα
εταιρικά κέρδη
συνεχίζουν να
υπερβαίνουν τις
προβλέψεις, ειδικά στον
τομέα της τεχνητής
νοημοσύνης.
Ο
Γουόρεν Μπάφετ
προειδοποιεί εδώ και
χρόνια ότι όταν ο
δείκτης αυτός αγγίζει
τόσο υψηλά επίπεδα, «οι
επενδυτές παίζουν με τη
φωτιά», ενώ σημειώνει
ότι δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται
μεμονωμένα, χωρίς να
λαμβάνονται υπόψη η φύση
της ανάπτυξης των
εταιρειών, η διεθνής
δραστηριότητά τους και η
δομή της οικονομίας.
Σύμφωνα
με το
Bloomberg,
η αγορά έχει αλλάξει
ριζικά τις τελευταίες
δύο δεκαετίες: οι
τεχνολογικοί κολοσσοί,
με υψηλή κερδοφορία και
διεθνή παρουσία,
αντιπροσωπεύουν σχεδόν
το ένα τρίτο της
κεφαλαιοποίησης του
S&P
500. Επιπλέον, τα
πρόσφατα αποτελέσματα
ενισχύουν τους
αγοραστές: πάνω από το
70% των εταιρειών που
ανακοίνωσαν κέρδη
κατέγραψαν αύξηση άνω
του 13%, με πωλήσεις στο
υψηλότερο επίπεδο των
τελευταίων τριών ετών.
Ωστόσο,
το κλίμα δείχνει σημάδια
αλλαγής. Η πρόσφατη
πτώση της
Palantir
κατά περίπου 8%, παρά
την αναβάθμιση των
προβλέψεών της,
υποδεικνύει ότι οι
προσδοκίες έχουν φτάσει
σε πολύ υψηλά επίπεδα
και ο πήχης για τα
εταιρικά αποτελέσματα
είναι πλέον εξαιρετικά
υψηλός.
Οι
αναλυτές της
Barclays
προτείνουν ψύχραιμη
στρατηγική, σημειώνοντας
ότι η «ενοικίαση της
προοπτικής ανόδου» (renting
upside)
παραμένει συνετή
τακτική, δηλαδή η
κατοχύρωση αποδόσεων
όπου είναι δυνατόν,
χωρίς επιθετικές
τοποθετήσεις που
αυξάνουν τον κίνδυνο.
|