Οι
επενδυτές και οι traders που είναι κάτω των 43
ετών δεν είχαν ζήσει ποτέ στην καριέρα τους μία
αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης από τη
Federal Reserve, παρατηρούσε χθες ο στρατηγικός
αναλυτής της Deutsche Bank, Jim Reid (όπως
δημοσιεύει το Money Review). Αυτό άλλαξε χθες το
βράδυ, όταν ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής
Τράπεζας των ΗΠΑ Jerome Powell ανακοίνωσε τη
μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου από
το 2000 και σηματοδότησε ότι θα συνεχίσει να
αυξάνει το κόστος χρήματος με αυτό τον ρυθμό
στις επόμενες συνεδριάσεις της Fed. Είναι η πιο
επιθετική νομισματική πολιτική κατά του
πληθωρισμού εδώ και δεκαετίες.
Και σίγουρα, είναι ένα
άγνωστο κεφάλαιο για
πολλούς από όσους
εμπλέκονται στις αγορές
σήμερα.
Αναζητώντας έστω τα
μαθήματα του παρελθόντος,
ο αναλυτής της Capital
Economics Thomas Mathews
θεωρεί ότι η περίοδος
του 1994-1995 είναι
συγκρίσιμη: Τότε, η Fed
αύξησε τα επιτόκια κατά
300 μονάδες βάσης σε μία
περίοδο 12 μηνών,
συμπεριλαμβανομένων
τριών αυξήσεων κατά 50
μονάδες βάσης και μίας
κατά 75 μονάδες βάσης (κάτι
παρόμοιο περιμένει
σήμερα η αγορά, αν και
χθες το βράδυ, ο Powell
διέψευσε τις προβλέψεις
για αυξήσεις 75 μονάδων
βάσης).
Τι μας λέει, λοιπόν, το
1994 για το σήμερα; Η
πρώτη παρατήρηση της
Capital Economics είναι
ότι η Fed κατάφερε να
αποφύγει τότε μία ύφεση,
κάτι που είναι σπάνιο σε
περιόδους τόσο
επιθετικής αύξησης των
επιτοκίων. Η κεντρική
πρόβλεψη του οίκου είναι
ότι και αυτή τη φορά, η
ανάπτυξη της
αμερικανικής οικονομίας
θα είναι μέτρια τα
επόμενα 1-2 χρόνια,
όμως μία ύφεση θα
αποφευχθεί και πάλι.
Παρόλα αυτά, το
1994-1995 ήταν μία
δύσκολη περίοδος για τις
αγορές, με την Capital
Economics να πιστεύει
ότι οι επενδυτές θα
δυσκολευτούν ακόμα
περισσότερο αυτή τη φορά.
Παρότι η οικονομία
αναπτυσσόταν, ο S&P 500
υποχώρησε σχεδόν 10%
τους μήνες μετά την
πρώτη αύξηση των
επιτοκίων, το 1994. Και
παρότι τελικά ανέκτησε
αυτό το χαμένο έδαφος,
δεν έδωσε κέρδη στο
σύνολο εκείνου του
κύκλου αύξησης των
επιτοκίων.
Σήμερα, η Capital
Economics θεωρεί ότι το
περιβάλλον είναι
χειρότερο: Οι
αποτιμήσεις είναι πολύ
υψηλότερες από ότι ήταν
τότε και άρα οι πιέσεις
στις μετοχές ίσως είναι
εντονότερες.
Η αύξηση στα εταιρικά
κέρδη στήριξε τις αγορές
τότε, κάτι που σήμερα
φαντάζει απίθανο, με
φόντο την επιδείνωση των
οικονομικών προοπτικών.
Βέβαια, σε αντίθεση με
τον κύκλο σύσφιγξης του
1994-1995 που εξέπληξε
τους επενδυτές, αυτή τη
φορά, οι αυξήσεις
επιτοκίων είναι
αναμενόμενες από όλους
και σε κάποιο βαθμό
τουλάχιστον έχουν
προεξοφληθεί από τις
αγορές.
Όμως, όπως φάνηκε και το
1994-1995, οι πιέσεις
στις μετοχές πιθανότατα
δεν θα σταματήσουν έως
ότου σταματήσουν να
αυξάνονται οι αποδόσεις
των ομολόγων και αυτό
μάλλον θα γίνει όταν
τελειώσουν οι αυξήσεις
των επιτοκίων, καταλήγει
η Capital Economics.
Σε αυτή τη βάση, η πτώση
των αγορών δεν έχει
τελειώσει, πιστεύει ο
οίκος και προβλέπει ότι
ο S&P 500 θα πέσει από
το χθεσινό κλείσιμο των
4.300 μονάδων έως το
χαμηλό των 3.750 μονάδων
έως τα μέσα του 2023 και
θα γυρίσει σελίδα όταν ο
κύκλος αύξησης των
επιτοκίων πλησιάζει στο
τέλος του.