|
Αν το
δικαστήριο κάνει δεκτό
το αίτημα των εναγόντων
για έκδοση προσωρινής
διαταγής κατά των
δασμών, αυτό θα μπορούσε
να υπονομεύσει τις εν
εξελίξει εμπορικές
διαπραγματεύσεις της
κυβέρνησης Τραμπ με
πολλές χώρες.
Η
κυβέρνηση έχει επιβάλει
ενιαίο δασμό 10% στις
παγκόσμιες εισαγωγές και
επιπλέον επιβαρύνσεις
έως 50% για αρκετούς
εμπορικούς εταίρους —
μέτρα που στη συνέχεια
ανεστάλησαν. Στην
περίπτωση της Κίνας, οι
δασμοί ανήλθαν μέχρι και
στο 145%, όμως μετά από
συμφωνία με το Πεκίνο
μειώθηκαν στο 30% για 90
ημέρες, προκειμένου να
διευκολυνθεί ο διάλογος
για μια πιο ισορροπημένη
εμπορική σχέση.
Ο Τραμπ
και οι οικονομικοί του
σύμβουλοι αιτιολόγησαν
τους δασμούς
υποστηρίζοντας ότι το
εμπορικό έλλειμμα
συνιστά απειλή για την
εθνική ασφάλεια και τον
τρόπο ζωής των
Αμερικανών. Το Γραφείο
του Εμπορικού
Αντιπροσώπου των ΗΠΑ
απέφυγε να σχολιάσει,
σύμφωνα με το
Politico.
Από την
άλλη πλευρά, οι
ενάγοντες ισχυρίζονται
ότι η επιβολή δασμών
παραβιάζει το Σύνταγμα,
και ζητούν την άμεση
δικαστική παρέμβαση πριν
το τέλος του μήνα. Όπως
σημειώνει ο Τζέφρι
Σβαμπ, ανώτερος νομικός
στο
Liberty
Justice
Center
που εκπροσωπεί τη
VOS
Selections
και άλλες μικρές
επιχειρήσεις, αν δεν
ανασταλούν οι δασμοί,
πολλές από αυτές ίσως να
μην αντέξουν οικονομικά
μέχρι να τελεσιδικήσει η
υπόθεση — ακόμα και αν
φτάσει στο Ανώτατο
Δικαστήριο.
Εάν
εκδοθεί προσωρινή
διαταγή, αυτό θα
μπορούσε επίσης να
περιορίσει την ικανότητα
του Τραμπ να απειλεί με
επιπλέον δασμούς για να
επιτύχει εμπορικές
συμφωνίες, όπως αυτή που
ανακοίνωσε πρόσφατα με
το Ηνωμένο Βασίλειο.
Παράλληλα, έχουν γίνει
βήματα και για συμφωνία
αποκλιμάκωσης με την
Κίνα και δημιουργία
μόνιμου διμερούς
μηχανισμού επίλυσης
διαφορών.
Ο Τραμπ
επικαλέστηκε λόγους
εθνικής ανάγκης και για
άλλα θέματα, όπως η
μετανάστευση και η
φαιντανύλη, για να
δικαιολογήσει
προηγούμενους δασμούς
στην Κίνα και σε
Καναδά/Μεξικό (25%), οι
οποίοι έχουν επίσης
ανασταλεί. Η υπόθεση της
VOS
επικεντρώνεται στους
δασμούς της 2ας
Απριλίου.
Ο
Συνασπισμός για μια
Ευημερούσα Αμερική,
υπέρμαχος του
προστατευτισμού, στήριξε
την επιλογή του Τραμπ να
χρησιμοποιήσει το
εργαλείο της εθνικής
ανάγκης ως απαραίτητο
βήμα για την
αναδιάρθρωση του
παγκόσμιου εμπορίου.
Αντίθετα, κριτική
ασκείται από
συντηρητικούς κύκλους
όπως ο πρώην
Ρεπουμπλικανός
γερουσιαστής Τζον
Ντάνφορθ, που
υποστηρίζει ότι ο Τραμπ
προσπαθεί να σφετεριστεί
εξουσίες που ανήκουν
συνταγματικά στο
Κογκρέσο. Μαζί με άλλους
πρώην γερουσιαστές και
τον πρώην Γενικό
Εισαγγελέα Μάικλ
Μακασέι, υπέβαλαν
υπόμνημα κατά της
κυβέρνησης,
υπογραμμίζοντας ότι η
εξουσία επιβολής δασμών
ανήκει αποκλειστικά στο
Κογκρέσο.
Όπως
αναφέρει το υπόμνημα, «η
φορολόγηση και η
διαμόρφωση
δημοσιονομικών
υποχρεώσεων πρέπει να
ασκούνται από
εκλεγμένους
εκπροσώπους», με αναφορά
στο ιδρυτικό σύνθημα του
αμερικανικού έθνους:
«Κανένας φόρος χωρίς
αντιπροσώπευση».
Ο
Ντάνφορθ τόνισε ότι η
διαφωνία δεν είναι
πολιτική αλλά
συνταγματική: «Το
ερώτημα είναι αν ο
πρόεδρος μπορεί να πάρει
από το Κογκρέσο την
εξουσία της φορολόγησης
και του ελέγχου του
εξωτερικού εμπορίου».
Ο Τζορτζ
Άλεν, επίσης πρώην
κυβερνήτης της
Βιρτζίνια, στηρίζει
πολλές από τις πολιτικές
του Τραμπ, αλλά
αντιτίθεται ρητά στην
ιδέα ότι ο πρόεδρος
μπορεί να επιβάλλει
μονομερώς "φόρους στις
εισαγωγές".
Ο
επικεφαλής νομικός Σβαμπ
θεωρεί ότι το δικαστήριο
θα πειστεί από τα
επιχειρήματα των
εναγόντων. Όπως εξηγεί,
«δεν πιστεύουμε ότι ο
Νόμος του 1977 δίνει
στον πρόεδρο την εξουσία
να επιβάλλει δασμούς —
ούτε ότι οι δασμοί που
επιβλήθηκαν πληρούν τα
κριτήρια του νόμου».
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι
δασμοί δεν απαντούν σε
κάποιο επείγον γεγονός,
ούτε σε κάποια σαφώς
καθορισμένη διεθνή
κρίση.
Οι
ενάγοντες επίσης
αμφισβητούν το αν ένα
χρόνιο εμπορικό έλλειμμα
μπορεί να θεωρηθεί
κατάσταση έκτακτης
ανάγκης, δεδομένου ότι
οι ΗΠΑ παρουσιάζουν
εμπορικά ελλείμματα για
δεκαετίες, και το
Κογκρέσο είχε στη
διάθεσή του αρκετό χρόνο
για να δράσει.
Πέραν
αυτών, εγείρονται πιο
τεχνικά νομικά ζητήματα,
όπως το «δόγμα των
μεγάλων ερωτημάτων»,
σύμφωνα με το οποίο
απαιτείται σαφής
νομοθετική εξουσιοδότηση
για αποφάσεις μεγάλης
οικονομικής και
πολιτικής σημασίας, όπως
είναι οι δασμοί. Ένα
ακόμη συναφές επιχείρημα
είναι το «δόγμα μη
ανάθεσης εξουσίας», που
περιορίζει τη μεταβίβαση
βασικών εξουσιών της
Βουλής σε άλλους
κρατικούς φορείς.
|