|
Μεταξύ
των επτά μεγαλύτερων
οικονομιών του κόσμου,
οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η
Βρετανία δέχονται τη
μεγαλύτερη πίεση. Το ΔΝΤ
προβλέπει για το 2024
ελλείμματα 7,4%, 5,4%
και 4,3% του ΑΕΠ
αντίστοιχα, με ανάπτυξη
μόλις γύρω στο 2%. Τα
δημόσια χρέη τους
ανέρχονται στο 121% του
ΑΕΠ για τις ΗΠΑ, 113%
για τη Γαλλία και 101%
για τη Βρετανία – πορεία
που δεν είναι βιώσιμη
μακροπρόθεσμα.
Οι
υπόλοιπες χώρες της
G7
παρουσιάζουν σχετική
σταθερότητα, αν και η
Ιαπωνία (237% του ΑΕΠ)
και η Ιταλία (135%)
παραμένουν σε εξαιρετικά
υψηλά επίπεδα. Μόνο η
Γερμανία και ο Καναδάς
φαίνονται να διατηρούν
πιο υγιή δημοσιονομικά.
Η αύξηση
του παγκόσμιου χρέους
δεν σημαίνει άμεση
κρίση, ωστόσο τα
περιθώρια στενεύουν. Οι
χώρες που διαθέτουν δικό
τους νόμισμα, όπως οι
ΗΠΑ, η Βρετανία και η
Ιαπωνία, έχουν
μεγαλύτερη ευελιξία.
Αντίθετα, κράτη όπως η
Γαλλία και η Ιταλία, που
εξαρτώνται από την ΕΚΤ,
έχουν περιορισμένες
επιλογές.
Η
ανάπτυξη αποτελεί τη
βέλτιστη λύση, αλλά η
γήρανση του πληθυσμού
και η πολιτική δασμών
του Ντόναλντ Τραμπ
απειλούν να επιβραδύνουν
την παγκόσμια οικονομία
και να πλήξουν το
εμπόριο. Οι περικοπές
δαπανών είναι επίσης
δύσκολες πολιτικά –
χαρακτηριστικό
παράδειγμα η Γαλλία,
όπου η μεταρρύθμιση του
συνταξιοδοτικού
προκάλεσε έντονες
αντιδράσεις.
Μία από
τις εναλλακτικές είναι η
λεγόμενη
«χρηματοπιστωτική
καταπίεση», δηλαδή ο
τεχνητός περιορισμός των
επιτοκίων ώστε το κράτος
να δανείζεται φθηνά.
Όμως αυτό είναι ανέφικτο
για χώρες της ευρωζώνης
όπως η Γαλλία. Ακόμη πιο
απίθανη είναι η στάση
πληρωμών, που θα
προκαλούσε παγκόσμιο
σοκ.
Έτσι, οι
επιλογές περιορίζονται
σε δύο δρόμους: αύξηση
φόρων ή ενίσχυση του
πληθωρισμού. Και οι δύο
είναι επώδυνες, αλλά
φαίνεται ότι δύσκολα θα
αποφευχθούν.
Ο
πληθωρισμός λειτουργεί
ως «σιωπηλός φόρος»,
μειώνοντας την
πραγματική αξία του
χρέους. Πολιτικά είναι
λιγότερο οδυνηρός από
την άμεση φορολογία,
αλλά οι ανεξάρτητες
κεντρικές τράπεζες έχουν
εντολή να διατηρούν τη
σταθερότητα των τιμών,
καθιστώντας τη σκόπιμη
«χαλάρωση» δύσκολη.
Ήδη, ο
Ντόναλντ Τραμπ πιέζει τη
Fed
να μειώσει τα επιτόκια,
επικρίνοντας τον Τζερόμ
Πάουελ, ενώ στη Βρετανία
η Τράπεζα της Αγγλίας,
παρότι ανεξάρτητη,
παραμένει πολιτικά
ευάλωτη ενόψει πιθανής
ανόδου του κόμματος
Reform
του Νάιτζελ Φάρατζ το
2029. Για το Ηνωμένο
Βασίλειο, ωστόσο, ο
πληθωρισμός δεν
προσφέρει λύση, καθώς
περίπου το 25% του
δημόσιου χρέους του
είναι συνδεδεμένο με τον
δείκτη τιμών.
Η ΕΚΤ,
δεσμευμένη από τις
ευρωπαϊκές συνθήκες,
δύσκολα θα ανεχθεί
πληθωρισμό πάνω από τον
στόχο της. Έτσι, χώρες
όπως η Γαλλία και η
Ιταλία πιθανόν να
στραφούν σε αυξήσεις
φόρων, με υψηλό πολιτικό
κόστος.
Η
μοναδική αχτίδα
αισιοδοξίας μπορεί να
προέλθει από τις
νομισματικές ισορροπίες.
Αν η Ευρώπη διατηρήσει
δημοσιονομική πειθαρχία,
ενώ οι ΗΠΑ ακολουθήσουν
πιο πληθωριστική πορεία,
το ευρώ θα μπορούσε να
ενισχυθεί έναντι του
δολαρίου.
Σε κάθε
περίπτωση, οι
ανεπτυγμένες οικονομίες
βρίσκονται σε ένα
κρίσιμο σταυροδρόμι
χωρίς εύκολες
απαντήσεις. Το δίλημμα
είναι σαφές: φόροι ή
πληθωρισμός. Όπως και να
εξελιχθεί, η εποχή του
φθηνού χρέους έχει πλέον
περάσει οριστικά.
|