|
Οι
παραδοσιακοί προορισμοί
χάνουν τη δυναμική τους
ή περιορίζουν την
πρόσβασή τους, ενώ νέες
χώρες αποκτούν
αυξανόμενη προβολή. Η
αλλαγή αυτή δεν είναι
παροδική, αλλά βαθιά και
συστημική, προερχόμενη
από τρεις κύριους
παράγοντες: την
κλιματική κρίση, την
άνοδο του κόστους και
τον κορεσμό των
δημοφιλών προορισμών.
Κλιματική αλλαγή
Ο πλέον
καθοριστικός παράγοντας
επαναχάραξης των
τουριστικών προτιμήσεων
είναι η αύξηση της
θερμοκρασίας. Οι
καύσωνες στη νότια
Ευρώπη τα τελευταία
καλοκαίρια, με
θερμοκρασίες που συχνά
φθάνουν τους 45°C,
καθιστούν τις
καλοκαιρινές διακοπές
στη Μεσόγειο τον Ιούλιο
και τον Αύγουστο
λιγότερο ευχάριστες —και
ενίοτε επικίνδυνες— για
ταξιδιώτες από τη Βόρεια
Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Έτσι
διαμορφώνεται μια νέα
τάση που μπορεί να
χαρακτηριστεί ως
«αναζήτηση δροσιάς». Οι
ταξιδιώτες στρέφονται
πλέον σε βορειότερες
περιοχές. Η Σκανδιναβία,
τα αλπικά τοπία της
Ελβετίας και της
Αυστρίας, αλλά και ο
Καναδάς, καταγράφουν
σημαντική άνοδο στις
θερινές κρατήσεις. Αντί
για ζεστές παραλίες, οι
τουρίστες επιλέγουν
δροσερές υπαίθριες
δραστηριότητες,
αλλάζοντας θεαματικά τη
ροή των τουριστικών
εισοδημάτων.
Οικονομικές εναλλακτικές
Η
ακρίβεια σε παγκόσμιο
επίπεδο και η αύξηση του
κόστους αεροπορικών
ταξιδιών ενισχύουν μια
δεύτερη τάση: την
αναζήτηση πιο προσιτών
επιλογών. Οι νεότεροι
ταξιδιώτες, υπό
οικονομική πίεση,
αποφεύγουν τις υψηλές
τιμές σε Σαντορίνη,
Ποζιτάνο ή Κυανή Ακτή.
Αντί
αυτών, επιλέγουν
προορισμούς που
προσφέρουν παρόμοιο ύφος
σε πιο λογικό κόστος. Η
«Αλβανική Ριβιέρα» και
το Μαυροβούνιο
προσελκύουν πλέον
επισκέπτες που
παλαιότερα θα
κατευθύνονταν προς
Ελλάδα ή Ιταλία. Η
Πολωνία και η Γεωργία
εξελίσσονται σε
πολιτιστικούς
προορισμούς που
ανταγωνίζονται
ακριβότερες χώρες της
Δυτικής Ευρώπης. Η
αλλαγή αυτή δεν αποτελεί
απλώς λύση ανάγκης, αλλά
συνειδητή επιλογή που
ανακατανέμει τον
τουριστικό πλούτο σε
περιφερειακές αγορές.
Κορεσμός
και αντιδράσεις των
τοπικών κοινωνιών
Ο
υπερτουρισμός αποτελεί
την τρίτη μεγάλη
παράμετρο της αλλαγής.
Πόλεις όπως η Βενετία,
το Άμστερνταμ και η
Βαρκελώνη έχουν φτάσει
σε σημείο κορεσμού. Οι
διαμαρτυρίες στα Κανάρια
Νησιά και τα νέα
περιοριστικά μέτρα
(εισιτήρια εισόδου,
παύση νέων ξενοδοχειακών
αδειών) διατυπώνουν
καθαρό μήνυμα: «Δεν πάει
άλλο».
Αυτές οι
πολιτικές ωθούν τους
ταξιδιώτες να αναζητούν
μικρότερους ή λιγότερο
γνωστούς προορισμούς,
διαδικασία που συμβάλλει
στην αποσυμφόρηση των
δημοφιλέστερων πόλεων,
αλλά μεταφέρει τις
πιέσεις σε νέες
περιοχές.
Οικονομικός αντίκτυπος:
Ανάπτυξη και νέες
ανισότητες
Οι
οικονομικές συνέπειες
είναι σημαντικές και
συχνά αντιφατικές. Από
τη μία, παρατηρείται
εξισορρόπηση των
τουριστικών εσόδων.
Τοπικές κοινωνίες της
Ανατολικής Ευρώπης ή
ορεινών χωριών γνωρίζουν
άνθηση, δημιουργούνται
νέες θέσεις εργασίας και
ενισχύονται οι υποδομές.
Από την
άλλη, η ξαφνική εισροή
τουρισμού επιτείνει
προβλήματα όπως η
στεγαστική κρίση. Η
διάδοση των βραχυχρόνιων
μισθώσεων σε νέους
προορισμούς αυξάνει τα
ενοίκια και εκτοπίζει
τους κατοίκους,
αλλοιώνοντας τη συνοχή
των τοπικών κοινωνιών.
Ταυτόχρονα, τα
οικονομικά οφέλη συχνά
συγκεντρώνονται σε
λίγους ιδιοκτήτες
ακινήτων.
Οι
παραδοσιακοί προορισμοί,
αντιμέτωποι με τις ίδιες
πιέσεις, αλλάζουν
στρατηγική: προκρίνουν
την ποιότητα έναντι της
ποσότητας. Ελλάδα και
Ισπανία επιδιώκουν να
διευρύνουν την
τουριστική περίοδο σε
άνοιξη και φθινόπωρο,
στοχεύοντας σε κοινό
υψηλότερου εισοδήματος.
Το μοντέλο «ήλιος και
θάλασσα» μετεξελίσσεται
σε «εμπειρία και
βιωσιμότητα».
Συνολικά, το συμπέρασμα
είναι ότι το μοντέλο του
μαζικού και ανεξέλεγκτου
τουρισμού του 20ού αιώνα
έχει οριστικά
ξεπεραστεί. Οι χώρες που
θα κυριαρχήσουν στην
επόμενη δεκαετία δεν θα
είναι εκείνες με τις πιο
εντυπωσιακές παραλίες,
αλλά όσες προσφέρουν
ασφάλεια, ήπιο κλίμα,
αυθεντικότητα και
παράλληλα προστατεύουν
την ποιότητα ζωής των
πολιτών τους. Ο
παγκόσμιος τουρισμός δεν
συρρικνώνεται·
μετασχηματίζεται,
αναδιαμορφώνοντας και
την ίδια τη φυσιογνωμία
του πλανήτη.
|