| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Δευτέρα, 00:01 - 07/11/2022

 
Περίληψη: 
 
Η αμερικανική κοινή γνώμη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι στην πλειοψηφία της συντηρητική, υποστηρίζοντας τον απομονωτισμό, την αυτάρκεια, και την εσωτερικότητα. Η εξωτερική πολιτική αποτελεί σπάνια αντικείμενο πρωταρχικής συζήτησης στις αμερικανικές εκλογές, εκτός αν έχει αντίκτυπο στην οικονομία και επιφέρει ανθρώπινες απώλειες στο πεδίο των μαχών.
 

 
-----------------
 
Ο όρος «εσωτερικοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής αναφέρεται στην σύνδεση ενός διεθνούς θέματος, επίκαιρου και μείζονος, με εσωτερικά πολιτικά ζητήματα που θίγουν άμεσα την αμερικανική κοινωνία. Εν προκειμένω, η εξωτερική πολιτική αποτελεί θέμα συζήτησης στο εσωτερικό των ΗΠΑ και καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κοινή γνώμη, όπως συμβαίνει και με τους υπόλοιπους τομείς της δημόσιας πολιτικής. Επιδρά στο αίσθημα εθνικής ασφάλειας, στην δημόσια ευμάρεια και γίνεται προτεραιότητα της εκλογικής βάσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας κατάστασης είναι οι μακροχρόνιες και δαπανηρές στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό [1].
 
Η αμερικανική κοινή γνώμη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι στην πλειοψηφία της συντηρητική, υποστηρίζοντας τον απομονωτισμό, την αυτάρκεια, και την εσωτερικότητα. Η εξωτερική πολιτική αποτελεί σπάνια αντικείμενο πρωταρχικής συζήτησης στις αμερικανικές εκλογές, εκτός αν έχει αντίκτυπο στην οικονομία και επιφέρει ανθρώπινες απώλειες στο πεδίο των μαχών.
 

Ψηφοφόροι καταθέτουν την ψήφο τους στο Κάνσας Σίτι, Κάνσας, τον Νοέμβριο του 2018. BARRETT EMKE / The New York Times / REDUX
 
-----------------------------------------------------
 
Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας (που μαίνεται από τις 24 Φεβρουαρίου 2022) εντάσσεται στο προαναφερθέν πλαίσιο ενόψει των προσεχών ενδιάμεσων εκλογών (8 Νοεμβρίου 2022). Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι οι ΗΠΑ συμμετέχουν στον πόλεμο δια αντιπροσώπων, συνδράμοντας διπλωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά, και τεχνολογικά την Ουκρανία. Σε διπλωματικό επίπεδο δημιουργήθηκε ένας αντιρωσικός συνασπισμός ενοποιώντας το μπλοκ των χωρών της Δύσης (στην πρώτη γραμμή βρίσκονται η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία, η Ιαπωνία, η Μεγάλη Βρετανία, η Νορβηγία, και τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ) με την επιβολή αυστηρών κυρώσεων έναντι της Ρωσίας. Σε στρατιωτικό επίπεδο τα συμμαχικά κράτη του ΝΑΤΟ ενεργοποιήθηκαν πολλαπλώς μέσω αποστολής στρατιωτικού εξοπλισμού, τεχνολογιών αιχμής, και πρόσβασης στις υπηρεσίες πληροφοριών. Υπολογίζεται ότι οι ΗΠΑ από την έναρξη του πολέμου έως τώρα έχουν αποστείλει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια ύψους 41,2 δισ. δολαρίων στην ουκρανική κυβέρνηση [2]. Η ολοκληρωτική πολιτική υποστήριξη της Ουάσινγκτον στη μια από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές που το βάθος και η έκτασή της δεν έχει ιστορικό προηγούμενο (τουλάχιστον για την περίοδο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και με εσωτερικές παραμέτρους.
 
Ο,ΤΙ ΘΕΛΕΙ Ο ΛΑΟΣ
 
Η αμερικανική κοινή γνώμη λίγες μέρες πριν η εξελισσόμενη ουκρανική κρίση οδηγηθεί σε στρατιωτική σύγκρουση, έδειχνε στην συντριπτική της πλειοψηφία απρόθυμη η χώρα να αναλάβει κύριο ρόλο στη ρωσο-ουκρανική διένεξη [3]. Έναν μήνα μετά την έναρξη των εχθροπραξιών υπήρξε αντίθετη στην άμεση εμπλοκή με αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων [4]. Τα αμερικανικά ΜΜΕ προάγοντας τα γεγονότα στην Ουκρανία σε πρώτη είδηση [5] έθεσαν την ρωσική εισβολή στη σφαίρα της δημόσιας συζήτησης και τελικά στην ατζέντα των πολιτικών προτεραιοτήτων [6].
 
Οι Aμερικανοί πολίτες, παρακολουθώντας από κοντά τα τεκταινόμενα στο πολεμικό πεδίο [7], εξέφρασαν υψηλό επίπεδο ηθικής υποστήριξης στους Ουκρανούς και καταδίκης της ρωσικής εισβολής. Τα φιλικά συναισθήματα προς την Ουκρανία και η κατακραυγή της κοινής γνώμης για την πολιτική του Βλαντιμίρ Πούτιν αποτυπώθηκαν στη μεγάλη υποστήριξη για την αποστολή βοήθειας, την επιβολή κυρώσεων, και την υψηλή αποδοχή ετοιμότητας των Αμερικανών πολιτών να υποστούν πρόσθετο ενεργειακό κόστος και αύξηση τιμών ως συνέπειες του πολέμου [8]. Στη, συντριπτική τους πλειοψηφία συντάχθηκαν με την πολιτική θέση του προέδρου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος δήλωσε δύο μέρες πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής ότι «η υπεράσπιση της ελευθερίας έχει κόστος και για μας, εδώ στην πατρίδα» [9].
 
Σε θεσμικό επίπεδο αποτυπώθηκε με την υπερψήφιση του νόμου για την Αναστολή των Κανονικών Εμπορικών Σχέσεων με την Ρωσία και την Λευκορωσία (The Suspending Normal Trade Relations with Russia and Belarus Act, 17 Μαρτίου 2022) [10] στην Βουλή των Αντιπροσώπων -420 υπέρ έναντι 3 κατά- και του Συμφώνου Δανεισμού-Μίσθωσης για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας στην Ουκρανία (Ukraine Democracy Defense Lend Lease Act of 2022, 28 Απριλίου 2022) [11] -417 υπέρ έναντι 10 κατά. Αμφότερες οι νομοθετικές πράξεις συμφωνήθηκαν ομόφωνα από την Γερουσία. Η ουσιαστικά απόλυτη διακομματική συναίνεση που υπήρξε τους τρεις πρώτους μήνες του πολέμου στα δύο νομοθετικά σώματα εμφάνισε τα πρώτα σημάδια διαφοροποίησης όταν τέθηκε προς ψηφοφορία ο νόμος για τις Επιπλέον Συμπληρωματικές Πιστώσεις στην Ουκρανία (Additional Ukraine Supplemental Appropriations Act 2022, 10 Μαΐου 2022) που προέβλεπε αποστολή βοήθειας ύψους 40 δισ. δολαρίων [12]. Ένδεκα από τους 50 γερουσιαστές και 57 από τους 425 βουλευτές τον καταψήφισαν. Όλοι τους προέρχονταν από την συντηρητική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που ασπάζεται τον μη παρεμβατισμό ή νεο-απομονωτισμό. Ανήκουν στο τρίτο ρεύμα σκέψης για την εξωτερική πολιτική στους κόλπους των Ρεπουμπλικάνων [13].
 
Το Heritage Foundation, μια από τις πιο εμβληματικές συντηρητικές δεξαμενές σκέψης που αριθμεί 2 εκατομμύρια μέλη, με ανακοίνωσή του πριν από την ψηφοφορία εξέφρασε την αντίθεσή του στο προτεινόμενο πακέτο βοήθειας [14]. Η κριτική που ασκήθηκε αφορά την υποστήριξη ενός ξένου κράτους με πόρους από τα δημόσια έσοδα και τον τρόπο αξιοποίησης ενός τόσου μεγάλου ποσού, αντί της κάλυψης εγχώριων αναγκών και της ανάπτυξης της οικονομίας. Οι γλαφυρές δηλώσεις των μελών του Κογκρέσου που εναντιώθηκαν στην ψήφιση του νομοσχεδίου αποτυπώνουν το πνεύμα της συγκεκριμένης στάσης [15], τον σκεπτικισμό, και την ανησυχία της κοινής γνώμης. Το ποσοστό των Αμερικανών πολιτών που ένιωθαν ότι οι ΗΠΑ έχουν υποχρέωση να υπερασπίσουν την Ουκρανία άρχισε να φθίνει σταδιακά.
 
ΕΙΝΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ…
 
Η μεταστροφή αυτή πρωτίστως σχετίζεται με τις συνέπειες του ρωσο-ουκρανικού πολέμου στην αμερικανική οικονομία. Συγκεκριμένα:
 
α) ο πληθωρισμός έφτασε στο 9,1% τον Ιούνιο 2022 ξεπερνώντας το προηγούμενο ιστορικό υψηλό του Δεκεμβρίου 1981,
 
β) το κόστος των καυσίμων αυξήθηκε κατά 111% τον Ιούνιο 2022 φτάνοντας τα 5,11 δολάρια από τα 2,42 δολάρια το γαλόνι τον Ιανουάριο 2021. Οι ΗΠΑ εισήγαγαν πριν από τον πόλεμο το 8% των αναγκών τους σε πετρέλαιο από την Ρωσία. Μετά την απαγόρευση εισαγωγής του [16] η ποσότητα αυτή δεν μπόρεσε να καλυφθεί από άλλες εξαγωγικές χώρες (Βενεζουέλα και Ιράν λόγω εμπάργκο) ενώ τα αραβικά κράτη του ΟΠΕΚ αρνήθηκαν την αύξηση της παραγωγής [17]. Οι ανοδικές τιμές του αργού πετρελαίου (από 40 δολάρια το βαρέλι μπρεντ το 2020 σε 123 δολάρια τον Ιούνιο 2022, με την τιμή τον Οκτώβριο 2022 να διαμορφώνεται στα 84 δολάρια) συνδέονται άρρηκτα και με την ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν. Η πολιτική αυτή προωθεί τις «καθαρές» μορφές ενέργειας αποτρέποντας ουσιαστικά τις εγχώριες πετρελαϊκές επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις για την παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας πετρελαίου [18],
 
γ) τα προϋπάρχοντα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα επιδεινώθηκαν. Η Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα αζωτούχων λιπασμάτων και τον δεύτερο σε εξαγωγές φωσφορούχων λιπασμάτων και καυστικού καλίου (ποτάσας) που είναι απαραίτητες πηγές συστατικών για τις αγροτικές καλλιέργειες. Παράλληλα μαζί με την Ουκρανία κατέχουν το 1/3 της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή άρτων, ζυμαρικών, και πολλών άλλων σκευασμάτων.
 
Οι γεωργοί παγκοσμίως είναι πιο δύσκολο να προμηθευτούν λίπασμα από την Ρωσία εξαιτίας των Δυτικών κυρώσεων, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την παραγωγή τροφίμων. Ακόμη, ο ρωσικός αποκλεισμός στα ουκρανικά σιτηρά που τροφοδοτούν εκατομμύρια ανθρώπους πλήττει όχι μόνο τις χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής αλλά και τις ίδιες τις ΗΠΑ. Οι δύο αυτοί παράγοντες συντέλεσαν στην έλλειψη προμήθειας βασικών αγαθών, οδηγώντας σε επισιτιστική ανασφάλεια, δηλαδή στην αδυναμία παροχής αρκετού φαγητού για την διασφάλιση υγιούς και παραγωγικής ζωής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΜΚΟ «Feeding America», η ζήτηση για επισιτιστική βοήθεια από τις 200 και άνω τράπεζες τροφίμων που λειτουργούν σε όλη την αμερικανική επικράτεια, αυξήθηκε τον Μάρτιο 2022 κατά 65%. Ακόμα, το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ υπολογίζει ότι πάνω από 38 εκατομμύρια Αμερικανοί (εκ των οποίων 12 εκατομμύρια παιδιά) είναι επισφαλείς στην προμήθεια τροφίμων [19]. Η επισιτιστική ανασφάλεια άπτεται της στρατηγικής ασφάλειας και πολιτικής αυτάρκειας στον χώρο των τροφίμων.
 
Ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού, ενεργειακής ένδειας και έλλειψης βασικών αγαθών δημιουργεί ένα εκρηκτικό οικονομικό μίγμα [20]. Ο πόλεμος στην Ουκρανία τέθηκε στην ατζέντα της δημόσιας συζήτησης ως σημαίνον θέμα επηρεάζοντας την καθημερινή ζωή των Αμερικανών πολιτών με επιπτώσεις στην κοινωνική σταθερότητα.
 
Η κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση των Δημοκρατικών αφορά την διαχείριση της κρίσης στην Ουκρανία. Επικεντρώνεται στην αδυναμία εξεύρεσης διπλωματικής λύσης προκειμένου να διατηρηθεί η παγωμένη σύγκρουση (frozen conflict) Ουκρανίας-Ρωσίας (αναφορικά με το status quo των επαρχιών Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ μετά τις Συμφωνίες του Μινσκ [21]) ώστε να μην εξελιχθεί σε πόλεμο. Σε επίπεδο τακτικής, η τωρινή αμερικανική ηγεσία αποκάλυψε δημόσια τις προθέσεις της για τη μη εμπλοκή των δυνάμεων του ΝΑΤΟ με τη μορφή αποστολής στρατευμάτων στο ουκρανικό έδαφος [22] και έκανε λόγο «για μικρή εισβολή» της Ρωσίας [23]. Οι αμφίσημες δηλώσεις (της αμερικανικής προεδρίας) και η προβολή μιας μη δυναμικής στάσης δεν λειτούργησε ανασταλτικά στην ρωσική επέμβαση [24].
 
Από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων και έπειτα, η κριτική εστιάζεται στην έλλειψη ετοιμότητας και σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των αναγκών της χώρας. Η αμερικανική κυβέρνηση έδειξε να μη λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους που επηρεάζουν το εσωτερικό, ακολουθώντας μάλλον απροετοίμαστη τα γεγονότα. Παράλληλα, η ασάφεια ως προς τη μακροπρόθεσμη στρατηγική για την εκπλήρωση των στόχων της αμερικανικής υποστήριξης στην Ουκρανία (σε ότι αφορά την παροχή βοήθειας από χρήματα των αμερικανών φορολογουμένων) είναι ένα ακόμη πεδίο αμφισβήτησης της ακολουθείσας πολιτικής που εντείνεται όσο ο πόλεμος συνεχίζεται χωρίς προοπτική ειρηνικής διευθέτησης [25].
 
Στην σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη (30 Ιουνίου 2022) ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν την υποστήριξή τους «όσο χρειάζεται ώστε η Ρωσία να μη νικήσει την Ουκρανία». Ανέφερε ότι για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση την ευθύνη φέρει αποκλειστικά η Ρωσία [26] η οποία δρα κακόβουλα ώστε να αποσταθεροποιήσει κοινωνικά και πολιτικά τις χώρες της Δύσης.
 
Με την κοινή γνώμη να είναι (σχεδόν) ισόποσα μοιρασμένη για το κατά πόσο αποτελεσματικά διαχειρίζεται ο Τζο Μπάιντεν την κατάσταση στην Ουκρανία [27], η Ρωσία αποτελεί σε κάθε περίπτωση το σημείο αναφοράς τόσο των επικριτών όσο και των υποστηρικτών του. Οι πρώτοι τού καταλογίζουν αδυναμία να αποτρέψει την Ρωσία να επιτεθεί, και ευθύνη για τη μη θωράκιση της χώρας από τις δυσμενείς συνέπειες. Οι δεύτεροι υποστηρίζουν ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί μοχλούς πίεσης, εργαλειοποιώντας ενέργεια και τρόφιμα για να πλήξει τις ΗΠΑ, και ότι η απόφαση για την ρωσική εισβολή ήταν ειλημμένη και μη αναστρέψιμη. Ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών, θέμα της δημόσιας συζήτησης αποτελεί η αναζήτηση ευθυνών για την δεινή οικονομική θέση στην οποία έχουν περιέλθει τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.
 
ΟΙ ΔΥΟ ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
 
Αναπόφευκτα προκύπτει το ερώτημα: Ποιο ζωτικό εθνικό συμφέρον διακυβεύεται με την παρεμβατική πολιτική των ΗΠΑ στην Ουκρανία και με ποιο κόστος;
 
Στην στρατηγική έναντι της Ρωσίας υπάρχουν δύο θεωρήσεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.
 
Η πρώτη εδράζεται στην θεμελιακή αφετηρία ότι η Ρωσία, ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα, τον εκδημοκρατισμό, και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παγκόσμιου συστήματος ασφάλειας. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα και ειρήνη στην Ευρασία και γι’ αυτό απαιτείται ένα επίπεδο συνεννόησης, όπου οι ανησυχίες της θα λαμβάνονται υπόψη. Ένας ενδεχόμενος αποκλεισμός της Ρωσίας από την Ευρώπη βλάπτει περισσότερο την Δύση από την Ρωσία. Δεδομένης της γεωμετρικής ανόδου της Κίνας που αποτελεί τον πιο σημαντικό στρατηγικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ, η Ρωσία χρειάζεται σε πρώτη φάση να αδρανοποιηθεί στο πλαίσιο του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού ισχύος. Τελικός σκοπός είναι η τελευταία να οδηγηθεί όσο το δυνατόν σε μια διαδικασία στρατηγικής ευθυγράμμισης με την Ουάσιγκτον που θα συντελέσει κομβικά στην έκβαση της σύγκρουσης με την Κίνα. Ο Χένρι Κίσινγκερ λαμβάνοντας υπόψη τα σταθερά σημεία τριβής μεταξύ Κίνας και Ρωσίας στην Σιβηρία και στην Κεντρική Ασία, ενστερνίστηκε την προσέγγιση αυτή ως θιασώτης της ισορροπίας δυνάμεων. Η θεώρηση αυτή εκφράστηκε στην διάρκεια της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ [28].
 
Το ανωτέρω πλαίσιο αναγνωρίζει εν μέρει τις αντιλήψεις της Ρωσίας (ως χώρας με αυτοκρατορικό παρελθόν) σε θέματα ασφάλειας και λαμβάνει υπόψη το ιστορικό υπόβαθρο της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης. Όμως, δεν αποδέχεται την στρατηγική εργαλειοποίηση, τα στρατιωτικά μέσα, και την εισβολή της Ρωσίας. Ο πόλεμος θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί στο πλαίσιο της προληπτικής διπλωματίας και της εξισορρόπησης συμφερόντων. Σε αυτή την προσέγγιση εντάσσεται και η πρόταση για μια ουδέτερη Ουκρανία που δε θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, λειτουργώντας ως «κράτος-μαξιλάρι» (buffer state) μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Η κριτική που ασκήθηκε επικεντρώθηκε στο ότι η παρούσα προεδρία με την πολιτική της εξώθησε ουσιαστικά την ρωσική εισβολή, δημιούργησε στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ (αντισυσπειρώσεις) μέσω ματαίωσης στόχων [29] από τρίτες χώρες (Ινδία, Τουρκία, Βραζιλία κ.α.) και εξανάγκασε τους δύο μεγάλους αντιπάλους της (Κίνα και Ρωσία) να ενωθούν [30]. Η ένωση αυτή δημιουργεί στην Ευρασία μια ενιαία γεωπολιτική οντότητα (ΥπερΑσία) με χαρακτηριστικά υπερδύναμης [31]. Με την διεθνή σταθερότητα να κλυδωνίζεται συθέμελα, ο Χένρι Κίσινγκερ δήλωσε: «Βρισκόμαστε στο χείλος του πολέμου με την Ρωσία και την Κίνα για θέματα που εν μέρει δημιουργήσαμε εμείς, χωρίς να έχουμε καμία αντίληψη για το πώς θα τελειώσει αυτό ή το πού υποτίθεται ότι θα οδηγήσει [32]».
 
Η δεύτερη θεώρηση στο αμερικανικό σύστημα λήψης αποφάσεων πηγάζει από την διαχρονική στρατηγική περικύκλωσης της Ρωσίας [33] και την αποφυγή σύζευξης της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, αποτρέποντας το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας νέας ευρασιατικής δύναμης. Η εδραίωση της ειρήνης και η ύπαρξη ενός λειτουργικού συλλογικού συστήματος ασφάλειας προϋποθέτουν την συμβίωση με την Ρωσία ως πραγματικό δημοκρατικό και ευρωπαϊκό «μετα-αυτοκρατορικό» εθνικό κράτος, με κάποια μορφή σύνδεσης ή έστω συνεννόησης με την διατλαντική κοινότητα. Για ηθικούς λόγους η εκδυτικοποίηση της κοινωνίας, ο πολιτικός εκσυγχρονισμός, και η πρόοδος στα ανθρώπινα δικαιώματα συνιστούν προϋποθέσεις ώστε η Ρωσία να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γεωστρατηγικής τριάδας στην Ευρασία μαζί με την Ευρώπη και την Κίνα. Ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι υποστήριξε εμφατικά το συγκεκριμένο πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τη Μόσχα από θέση ισχύος με ένα συνδυασμό κινήτρων για συνεργασία και ετοιμότητα για αντιπαράθεση μαζί της [34]. Η αλλαγή του status quo της Κίνας από στρατηγικό εταίρο σε ανταγωνιστή, όπως για πρώτη φορά αναγνωρίσθηκε δημόσια από τον Τζορτζ Ο. Μπους [35], όρισε ένα νέο διακύβευμα: την εξισορρόπηση της σινικής ανόδου. Ως συνέπεια, το δόγμα της διπλής ανάσχεσης έναντι Ρωσίας και Κίνας αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της αμερικανικής στρατηγικής στο νέο πολυπολικό κόσμο που αναδυόταν. Η θεώρηση αυτή υλοποιήθηκε κυρίως μέσω της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας από τις προεδρίες των Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Ο. Μπους.
 
Η εδραίωση της ανανεωμένης εκδικητικής Ρωσίας και της αναθεωρητικής Κίνας ανέδειξε τα όρια της λειτουργικότητας του ανασχετικού δόγματος. Ο ταυτόχρονος ανταγωνισμός με δύο αντίπαλους ισχυρούς πόλους προϋποθέτει διαρκείς πόρους και διοχέτευση σημαντικών δυνάμεων: συνδυασμό προληπτικών πολέμων, επιλεκτικών δεσμεύσεων, και εξωχώριων εξισορροπήσεων [36]. Η βασική απειλή είναι πλέον η Κίνα και επειδή ο διμέτωπος αγώνας δείχνει ατελέσφορος, η Ρωσία χρειάζεται να συρρικνωθεί όταν το επιτρέψουν οι διεθνείς συγκυρίες. Αυτό θα συμβεί με την αποκοπή της Ρωσίας από την Ευρώπη στρέφοντάς την στην Κίνα.
Οι συνεργατικές και ταυτόχρονα ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δίνουν την δυνατότητα στην Κίνα, λόγω της υπεροχής της σε όλους τους δείκτες ισχύος, να επιβάλλει τους όρους σύμπλευσης με την Ρωσία που σε βάθος χρόνου θα την αποδυναμώσουν σε τέτοιο βαθμό ώστε τελικά να την αφομοιώσουν. Ένας θανάσιμος εναγκαλισμός. Με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ θα έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο την Κίνα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η ευκαιρία για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Οι ΗΠΑ και η Δύση συνολικά δε θα μπορούσαν να παραμείνουν αμέτοχες στην απειλή της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας [37].
Υπό αυτό το πλαίσιο ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος επιτάσσει την τήρηση μιας αυστηρής πολιτικής απέναντι στη Μόσχα που θα την αποσυνδέσει αρχικά από την Ευρώπη και θα την απομονώσει από τον υπόλοιπο κόσμο. Αντί να διεκδικεί έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή, και στη Νοτιοανατολική Ασία, να εκλιπαρεί για την ευνοϊκή μεταχείρισή της από την Ουάσινγκτον. Βασική πεποίθηση όσων υποστηρίζουν την άποψη αυτή είναι ότι η παρούσα διεθνής συγκυρία προσφέρει μια ιστορική ευκαιρία για την συρρίκνωση της Ρωσίας σε τέτοιο βαθμό ώστε να πάψει να αποτελεί πρόβλημα για την Δύση. Η καθολική αμερικανική υποστήριξη στην Ουκρανία έχει ως στόχο την κατατριβή της Ρωσίας και την δημιουργία προηγούμενου ώστε οι αντίπαλοι των ΗΠΑ, κυρίως η Κίνα, να αντιληφθούν ότι υπάρχει δυνατότητα υπεράσπισης των ζωτικών αμερικανικών συμφερόντων και των συμμάχων τους με κάθε μέσο και οποιοδήποτε τίμημα. Η στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο είναι επένδυση για την αμερικανική εθνική ασφάλεια.
 
ΟΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
 
Οι ενδιάμεσες εκλογές διεξάγονται μέσα σε ένα πρωτοφανές κύμα ακραίας πολιτικής πόλωσης. Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν εδραιώσει ακλόνητα την πεποίθηση ότι η νίκη των Δημοκρατικών στις εκλογές του 2020 προήλθε μέσω διαβλητών μεθοδεύσεων κυρίως λόγω των επιστολικών ψήφων στις έξι αμφισβητούμενες πολιτείες (swing states) [38] όπου κρίθηκε το αποτέλεσμα. Αυτό εκφράστηκε εμφατικά στις προκριματικές εκλογές όπου από τους δέκα Ρεπουμπλικάνους που είχαν ψηφίσει υπέρ της καθαίρεσης του Ντόναλντ Τραμπ για τα γεγονότα στο Καπιτώλιο μόλις δύο κατάφεραν να είναι εκ νέου υποψήφιοι στις προσεχείς εκλογές. Με τον 45o πρόεδρο των ΗΠΑ να κυριαρχεί ολοκληρωτικά στο κόμμα και με τρεις δικαστικές έρευνες εν εξελίξει εναντίον του, οι εκλογές έχουν πάρει δημοψηφικό χαρακτήρα από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ο Τζο Μπάιντεν έχει εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας [39], είναι απαξιωμένος ακόμη και στους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους που στην πλειοψηφία τους δεν επιθυμούν να είναι ξανά υποψήφιος το 2024 [40]. Με τις 48 από τις 50 πολιτείες να αποδοκιμάζουν την πολιτική του, κάποιοι ζητούν ακόμη και την αντικατάστασή του [41]. Στην οξεία πολιτική αντιπαράθεση προστίθεται και ο ακήρυχτος εσωτερικός πολιτιστικός πόλεμος που συνεχίζεται αμείωτα για μια σειρά από ταυτοτικά ζητήματα με κυριότερα την οπλοκατοχή/οπλοχρησία, τις αμβλώσεις, και τη μετανάστευση [42]. Οι ΗΠΑ είναι διχασμένες ως χώρα σε τέτοιο βαθμό που Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι νιώθουν ότι είναι εχθροί μεταξύ τους [43]. Στην κοινή γνώμη η πιθανότητα ενός ένοπλου εμφύλιου πολέμου στο μέλλον αποτελεί μια ανησυχία που έχει καταγραφεί σε διάφορες έρευνες [44]. Η αμερικανική δυσλειτουργία αποτελεί κίνδυνο για όλο τον κόσμο.

 

 
Μια συγκέντρωση υπό το σύνθημα "Count Every Vote" στη Νέα Υόρκη, τον Νοέμβριο του 2020 Carlo Allegri / Reuters
 
-----------------------------------------------------
 
Σε αυτό το σύνθετο πλαίσιο προστίθεται και η προβληματική κατάσταση στην οικονομία που είναι σε ύφεση με την εκτίναξη του τιμαρίθμου, την αύξηση της φτώχιας και της συμπίεσης των νοικοκυριών, με τον πόλεμο στο έδαφος της Ουκρανίας να συμβάλει τα μάλα σε αυτό. Όταν οι ανάγκες ασφάλειας συγκρούονται με θέματα που άπτονται του βιοτικού επιπέδου του κοινωνικού συνόλου στο εσωτερικό, η δεύτερη αυτή προτεραιότητα υπερισχύει της πρώτης-εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου η χώρα αντιμετωπίζει άμεση απειλή. Στο αποκεντρωμένο πλουραλιστικό και ανοιχτό θεσμικό πλαίσιο διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής, η κοινή γνώμη λειτουργεί ορισμένες φορές ως προσδιοριστικός παράγοντας για την υπόδειξη των ορίων των προεδρικών πρωτοβουλιών στις διεθνείς υποθέσεις, βάζοντας όρια στην εμπλοκή και στις φιλοδοξίες της ηγεσίας [45].
 
Η ρωσο-ουκρανική διένεξη διανύει τον όγδοο μήνα, με τις ΗΠΑ να συνεχίζουν αμείωτα και παντοιοτρόπως να χρηματοδοτούν την ουκρανική πλευρά. Χωρίς κανένα φανερό κανάλι διπλωματικής επικοινωνίας να διαφαίνεται ανοιχτό και με ασαφή στοχοθέτηση ως προς το αποτέλεσμα και την χρονική διάρκεια της αμερικάνικης βοήθειας, το στρατηγικό αδιέξοδο επιτείνεται σε τέτοιο βαθμό όπου ακόμη και η χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων αποτελεί θέμα δημόσιας αναφοράς από τον Αμερικανό και τον Ρώσο πρόεδρο. Η επιστολή [46] που εστάλη από 30 βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος (οι οποίοι ανήκουν στην προοδευτική πτέρυγα) προς τον Τζο Μπάιντεν αποτυπώνει την έντονη ανησυχία στο εσωτερικό των ΗΠΑ για την εξελισσόμενη κατάσταση. Μόλις δυο εβδομάδες (24 Οκτωβρίου 2022) πριν από τις εκλογές, ζητούν από τον Αμερικανό πρόεδρο να ξεκινήσει απευθείας συνομιλίες με την Ρωσία με στόχο τον τερματισμό του πολέμου το συντομότερο δυνατόν [47].
 
Η δημόσια συναίνεση στους προεδρικούς χειρισμούς δεν είναι αυτονόητη. Μια σειρά από επιτυχημένους προέδρους στην ιστορία των ΗΠΑ δεν κατάφεραν να επανεκλεγούν ή τελείωσαν την θητεία τους με εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας λόγω λανθασμένων επιλογών ή κακών χειρισμών σε θέματα ανάμειξης της Αμερικής στο διεθνές γίγνεσθαι (Λίντον Τζόνσον, Τζιμ Κάρτερ, Τζορτζ O. Μπους). Η τωρινή κυβέρνηση μετά την αποτυχημένη απόσυρση από το Αφγανιστάν που ζημίωσε την εικόνα της χώρας διεθνώς και είχε ηθικό αντίκτυπο στο εσωτερικό, αναζητά μια νίκη όχι μόνο ουσίας αλλά και γοήτρου στο ουκρανικό μέτωπο. Το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών θα κρίνει εν πολλοίς αν ο Τζο Μπάιντεν θα μπορέσει να υπερκεράσει τις αντιδράσεις και να αμβλύνει τις επιπτώσεις στο εσωτερικό της χώρας από τις επιλογές του στην Ουκρανία._
 
Ο ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΣΙΟΣ είναι Διεθνολόγος με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.
 
Foreign Affairs
 
https://foreignaffairs.gr/articles/73880/petros-tasios/o-roso-oykranikos-polemos-kai-oi-endiameses-ekloges-stis-ipa?page=show
 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum