|
Όπως
σημειώνει ρεπορτάζ της
Καθημερινής, από τον
σχεδιασμό λογισμικού
μέχρι την επιθετικά
αναπτυσσόμενη τεχνολογία
της τεχνητής νοημοσύνης,
η Ευρώπη έχει μείνει
πίσω τόσο ως προς τον
αριθμό των εταιρειών του
κλάδου όσο και ως προς
την κλίμακά τους, με
τους αμερικανικούς
κολοσσούς να κυριαρχούν
και τις κινεζικές
βιομηχανίες να
ακολουθούν ενίοτε με
άλματα. Οι επτά κολοσσοί
των ΗΠΑ,
Alphabet,
μητρική της
Google,
Amazon,
Apple,
Meta,
Microsoft,
Nvidia
και
Tesla,
είναι 20 φορές
μεγαλύτεροι από τις επτά
πιο γνωστές τεχνολογικές
εταιρείες της Ευρώπης
και έχουν δεκαπλάσια
έσοδα. Σε ό,τι αφορά
ειδικότερα τους
λεγόμενους «μονόκερους»,
νεολογισμός που
χρησιμοποιείται για
σχετικά νέες εταιρείες
αξίας άνω του 1 δισ.
δολ., όχι μόνον έχει
πολύ λιγότερους η
Ευρώπη, αλλά
αναπτύσσονται με πολύ
πιο αργούς ρυθμούς και
δυσκολεύονται να
αναδειχθούν σε ισότιμους
παράγοντες του κλάδου
τους και να
ανταγωνιστούν σε διεθνές
επίπεδο.
Ανασταλτικός παράγοντας
είναι το χάσμα ανάμεσα
στις δαπάνες που
διαθέτει η υπερδύναμη
και εκείνες της Ευρώπης.
Το 2% του ΑΕΠ της Ε.Ε.
διοχετεύεται σε έρευνα
και ανάπτυξη, θεωρητικά
καθόλου ευκαταφρόνητο,
αλλά στις ΗΠΑ τα
αντίστοιχα κεφάλαια
είναι έως και 50 φορές
μεγαλύτερα.
Δεν
λείπουν, πάντως, οι
ειδικοί όπως η
καθηγήτρια Οικονομικών
Καινοτομίας στο
University
College
London,
Μαριάννα Ματζουκάτο, που
εκτιμούν πως το πρόβλημα
δεν έγκειται στο ύψος
των επενδύσεων αλλά στον
ανεπαρκή προσανατολισμό
των δαπανών.
Επιχειρώντας να
εντοπίσουν άλλης φύσης
παθογένειες πίσω από την
αδυναμία της Ευρώπης,
ειδικοί αναφέρουν συχνά
διαρθρωτικές παθογένειες
της ευρωπαϊκής
οικονομίας όπως, για
παράδειγμα, το υψηλότερο
κόστος και το μεγαλύτερο
χρονικό διάστημα που
απαιτείται στην Ευρώπη
για την αναδιάρθρωση
μιας τεχνολογικής
εταιρείας σε αντίθεση με
το καθεστώς που
επικρατεί στις ΗΠΑ. Οταν
η εφαρμογή τεχνητής
νοημοσύνης
CHATGPT
προκάλεσε συναγερμό στον
κόσμο της τεχνολογίας,
οι αμερικανικοί κολοσσοί
έσπευσαν ακαριαία να
αναδιαρθρωθούν
μειώνοντας προσωπικό σε
άλλες μονάδες και
επενδύοντας επιθετικά
στην τεχνητή νοημοσύνη.
Η
Microsoft
έστρεψε το προσωπικό της
στη νέα τεχνολογία και
επένδυσε άμεσα 10 δισ.
δολ. στην
Openai,
η
Meta
προχώρησε σε 20.000
απολύσεις και επένδυσε
37 δισ. δολ. στην
τεχνητή νοημοσύνη και η
Google
απέλυσε 12.000
υπαλλήλους για να
επενδύσει 45 δισ. δολ.
στην τεχνητή νοημοσύνη.
Οι αλλαγές αυτές έγιναν
εν ριπή οφθαλμού, σε
χρονικά διαστήματα από
τρεις έως επτά μήνες.
Στην
ίδια συγκυρία και με
παράλληλα άλλα
προβλήματα οι ευρωπαϊκές
Nokia,
SAP
και
Ericsson
δρομολόγησαν την
αναδιάρθρωσή τους με
ορίζοντα ολοκλήρωσης το
2026, ενώ ακόμη και η
ηγετική δύναμη της
Ευρώπης στο λογισμικό, η
SAP,
δεν επενδύει στην
τεχνητή νοημοσύνη
περισσότερα από 500
εκατ. ευρώ ετησίως. Στη
διάρκεια του 2024 οι
επενδύσεις σε υποδομές
τεχνητής νοημοσύνης
εκτιμάται ότι μπορεί και
να υπερέβησαν τα 150
δισ. δολ., αλλά στην
πλειονότητά τους ήταν
από τις ΗΠΑ και την
Κίνα, ενώ στην Ευρώπη
περιορίστηκαν σε
μονοψήφιο αριθμό
δισεκατομμυρίων.
Για
πολλούς όλα αυτά
κατατείνουν σε ένα χάσμα
πολιτισμικής φύσης, ένα
χάσμα νοοτροπίας και
αξιών ανάμεσα στις δύο
πλευρές του Ατλαντικού,
στο οποίο
συμπεριλαμβάνουν και τις
εργατικές νομοθεσίες των
ευρωπαϊκών χωρών, καθώς
σε αντίθεση με τις ΗΠΑ
αποθαρρύνουν τις μαζικές
απολύσεις. Αλλοι
ενοχοποιούν την ύπαρξη
πολυάριθμων και ποικίλων
ρυθμιστικών πλαισίων
στις ευρωπαϊκές χώρες.
Δεν
παύει βέβαια η Ευρώπη να
είναι η έδρα ενός
δημιουργικού και
καινοτόμου τεχνολογικού
τομέα, με τη
Spotify,
την πλέον δημοφιλή
εταιρεία
streaming
ήχου με τουλάχιστον 615
εκατ. χρήστες και τη
φινλανδική
Supercell
της οποίας τα παιχνίδια
χρησιμοποιούνται
καθημερινά από
τουλάχιστον 100 εκατ.
ανθρώπους. Δεδομένου δε
ότι τελευταία η Ευρώπη
επιστρατεύει τις
δυνάμεις της, ίσως έχει
μια δεύτερη ευκαιρία αν
αντιμετωπίσει την
επιστροφή του Τραμπ ως
ευνοϊκή συγκυρία. Γιατί
από αμερικανικής πλευράς
ακαδημαϊκοί
προειδοποιούν πως με την
πολιτική επίθεσης στον
δημόσιο τομέα των ΗΠΑ,
κατάργησης κονδυλίων για
έρευνες και κήρυξης
πολέμου στα διασημότερα
πανεπιστήμια της
υπερδύναμης, ο Τραμπ
αποδυναμώνει την
καινοτομία στην
αμερικανική οικονομία.
|