|
Η τάση
αυτή αντανακλά μια
επιστροφή στην
κανονικότητα μετά από
πολλά χρόνια
υπερβάλλουσας
ρευστότητας, όταν οι
κεντρικές τράπεζες
διοχέτευαν τεράστια ποσά
στις αγορές μέσω αγορών
ομολόγων. Παρ’ όλα αυτά,
οι επενδυτές εκφράζουν
ανησυχία για ενδεχόμενη
επανάληψη του φαινομένου
του 2019, όταν η ξαφνική
άνοδος των επιτοκίων
στις ΗΠΑ ανάγκασε τη
Federal
Reserve
να ενισχύσει το σύστημα
με πάνω από 500 δισ.
δολάρια.
«Οι
παγκόσμιες αγορές
χρήματος πρέπει πλέον να
λειτουργήσουν χωρίς τα
υπερβάλλοντα τραπεζικά
αποθεματικά που υπήρχαν
τα προηγούμενα χρόνια»,
σχολίασε ο
Michiel
Tukker,
ανώτερος στρατηγικός
αναλυτής επιτοκίων της
ING.
«Αν και οι κεντρικές
τράπεζες έχουν σήμερα
αρκετά εργαλεία για την
παροχή ρευστότητας, το
κρίσιμο ζήτημα είναι αν
αυτή θα φτάσει τελικά σε
όσους τη χρειάζονται».
Η
Fed
ανακοίνωσε την Τετάρτη
τη λήξη του τριετούς
προγράμματος ποσοτικής
σύσφιγξης (QT),
καθώς εντάθηκαν οι
ενδείξεις πίεσης στη
χρηματοδότηση.
Παράλληλα, η Τράπεζα της
Αγγλίας καλεί τα
χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα να αξιοποιούν
το ανανεωμένο πλαίσιο
πράξεων επαναγοράς (repo),
ώστε να αποτραπούν
φαινόμενα υπερβολικής
μεταβλητότητας.
Στις
ΗΠΑ, το βασικό εργαλείο
απορρόφησης ρευστότητας
της
Fed
(reverse
repo
facility)
έχει σχεδόν εξαντληθεί,
ενώ τα τραπεζικά
αποθεματικά υποχωρούν
καθώς το αμερικανικό
Δημόσιο αναπληρώνει τα
ταμειακά του διαθέσιμα
μετά την αύξηση του
ορίου χρέους. Την ίδια
ώρα, η
Fed
συνεχίζει τη μείωση του
ισολογισμού της, ο
οποίος έχει περιοριστεί
κατά περίπου 2,2 τρισ.
δολάρια την τελευταία
τριετία.
Η
συρρίκνωση αυτή έχει
οδηγήσει σε άνοδο των
βραχυπρόθεσμων επιτοκίων
στις αγορές χρήματος,
όπου οι τράπεζες
δανείζονται μεταξύ τους.
Τα επιτόκια παραμένουν
αυξημένα από τις αρχές
Σεπτεμβρίου,
υποδηλώνοντας ότι η
δολαριακή ρευστότητα δεν
είναι πλέον τόσο άφθονη.
Είναι η
πρώτη φορά από το 2019
—πλην των περιόδων λήξης
μήνα ή διακανονισμού
δημοπρασιών— που τα
επιτόκια των αγορών
χρήματος υπερβαίνουν το
εύρος στόχου του
ομοσπονδιακού επιτοκίου,
σηματοδοτώντας μια νέα
φάση αυξημένης πίεσης
στη διεθνή νομισματική
ρευστότητα.
|