|
Αυτό
σημαίνει ότι οι
ιθύνοντες των
επιχειρήσεων θα πρέπει
να βρουν λύση στο
ακανθώδες ερώτημα του αν
θα αυξήσουν τις τιμές
για να αντιμετωπίσουν
τους δασμούς τώρα και
στο μέλλον. Η απάντηση
θα εξαρτηθεί εν μέρει
από τις εφοδιαστικές
αλυσίδες των
επιχειρήσεων. Με το
τρέχον αμερικανικό
δασμολογικό καθεστώς, οι
επιχειρήσεις που
βασίζονται σε μεγάλο
βαθμό στην Κίνα, όπως η
Apple, θα δουν το κόστος
τους να εκτοξεύεται,
νιώθοντας τη μεγαλύτερη
πίεση για αύξηση των
τιμών.
Ένας
σημαντικός παράγοντας
είναι η «τιμολογιακή
ισχύς». Η Morgan Stanley
σημειώνει ότι οι
επιχειρήσεις που πωλούν
προϊόντα υψηλής
ποιότητας με ισχυρά
εμπορικά σήματα, όπως η
Estée Lauder και η
Coca-Cola, τα πάνε καλά,
ενώ οι πωλητές προϊόντων
χαμηλής ποιότητας, όπως
η Dollar Tree, έχουν
μικρότερη επιρροή. Η
τιμολογιακή ισχύς
αντικατοπτρίζεται επίσης
στα περιθώρια κέρδους.
Οι αμερικανικές
φαρμακευτικές εταιρείες
έχουν λειτουργικά
περιθώρια κέρδους (προ
αποσβέσεων) περίπου 35%,
ενώ οι πωλητές
καταναλωτικών αγαθών
συγκεντρώνουν περίπου
5%.
Αυτό
σημαίνει ότι οι
επιχειρήσεις υψηλού
επιπέδου πιθανότατα θα
μετακυλήσουν το κόστος.
Τα περιθώρια κέρδους
τους θα πρέπει να
παραμείνουν ασφαλή,
καθώς οι ευκατάστατοι
πελάτες τους είναι
λιγότερο ευαίσθητοι στις
τιμές απ’ ό,τι οι
περισσότεροι. Οι
επιχειρήσεις που πωλούν
τυποποιημένα, ομοιογενή
αγαθά, όπως το γάλα ή ο
χάλυβας, πιθανότατα κι
αυτές θα μετακυλήσουν το
κόστος. Αυτό συμβαίνει
επειδή τα περιθώρια
κέρδους τους είναι τόσο
μικρά που αν κάνουν
οτιδήποτε άλλο
κινδυνεύουν να
χρεοκοπήσουν.
Ένα
θετικό στοιχείο για τις
επιχειρήσεις είναι ότι
έχουν μάθει από την πιο
πρόσφατη έξαρση του
πληθωρισμού. «Πριν, η
τιμολόγηση δεν ήταν ποτέ
θέμα των ανώτατων
εκτελεστικών στελεχών
μιας επιχείρησης»,
σημειώνει ο Martin Crepy
της εταιρείας συμβούλων
Simon-Kucher. Κατά τη
διάρκεια εκείνης της
περιόδου οι εταιρείες
διατηρούσαν το
ενδιαφέρον των
καταναλωτών για τα
ακριβότερα προϊόντα με
μια σειρά από τακτικές,
όπως προωθητικές
ενέργειες, αύξηση των
προσφορών για τους
συνδρομητές, με τις
χαμηλότερες τιμές να
κατανέμονται σε ολόκληρο
το έτος. Μια άλλη
στρατηγική είναι να
εξηγούν στους
καταναλωτές τι προκάλεσε
την αύξηση της τιμής.
Πέρυσι η Yaokin, μια
εταιρεία παραγωγής σνακ
με έδρα το Τόκιο, αύξησε
την τιμή των στικς
σφολιάτας καλαμποκιού.
Ζητώντας δημόσια
συγγνώμη μέσω του X, η
εταιρεία επέρριψε την
ευθύνη στο υψηλότερο
κόστος των πρώτων υλών.
Η Volkswagen αποφάσισε
να αναφέρει αναλυτικά
την επίπτωση των δασμών
στις τιμές λιανικής των
οχημάτων που πωλούνται
στην Αμερική.
Ωστόσο,
για τους καταναλωτές τα
καλά νέα είναι ελάχιστα.
Ο Jean-Pierre Dubé του
Booth School of Business
του Πανεπιστημίου του
Σικάγο λέει ότι ακόμη
και όταν το κόστος, όπως
οι δασμοί, πέφτει,
πολλές επιχειρήσεις
διατηρούν τις τιμές
υψηλές. Η αύξηση των
τιμών δεν είναι
δημοφιλής και οι
ευκαιρίες για κάτι
τέτοιο είναι σπάνιες. Η
αναστολή των δασμών του
κ. Trump και οι όποιες
αλλαγές στη συνέχεια
μπορεί να ανακουφίσουν
τους φόβους των
επενδυτών, αλλά ίσως όχι
και των αγοραστών.
Πηγή:
The Economist
|