|
Κατά το
πρώτο εξάμηνο του 2025
υπήρξε ροή κεφαλαίων από
το εξωτερικό ύψους 7,5
δισ. ευρώ, για αγορές
ομολόγων και εντόκων
γραμματίων, όταν το
αντίστοιχο ποσό για
ολόκληρο το 2024 ανήλθε
σε 10 δισ. ευρώ.
Οι
μεγαλύτερες εισροές
σημειώθηκαν τον
Ιανουάριο (3,5 δισ.
ευρώ), τον Ιούνιο (1,6
δισ. ευρώ ) και τον
Μάρτιο (1,4 δισ. ευρώ).
Η
ανθεκτικότητα της
ελληνικής αγοράς
ομολόγων οφείλεται στην
πολιτική σταθερότητα (
κάτι που δεν είναι
δεδομένο σε πολλές άλλες
χώρες,
συμπεριλαμβανομένων
ορισμένων ευρωπαϊκών),
στους υψηλότερους
βαθμούς ανάπτυξης της
χώρας μας σε σχέση με
άλλες ευρωπαίες χώρες
και το υποστηρικτικό
μακροοικονομικό
περιβάλλον, με
προεξέχουσα την
συνεχιζόμενη
δημοσιονομική
υπεραπόδοση, που
ενισχύουν τα περιθώρια
για περαιτέρω
αναβαθμίσεις της
αξιολόγησης του
Ελληνικού χρέους.
Η Ελλάδα
σήμερα είναι ένα
παράδειγμα σταθερότητας,
ανθεκτικότητας, σύμφωνα
με τον διοικητή της ΤτΕ
κ. Γ. Στουρνάρα.
Η
οικονομία έχει αποδείξει
την ικανότητά της να
αντέξει σε κλυδωνισμούς,
να αποκαταστήσει τη
δημοσιονομική πειθαρχία,
να εξυγιάνει τον
τραπεζικό της τομέα και
να προσελκύσει διεθνείς
επενδύσεις.
«Ταύρος»
για τα ελληνικά ομόλογα
παραμένει η αμερικανική
τράπεζα
JP
Morgan
και τα χαρακτηρίζει
κορυφαία επενδυτική
επιλογή και σημειώνει
ότι τα ελληνικά
assets
έχουν ισχυρές άμυνες και
"όπλα" απέναντι στις
διεθνείς αναταράξεις
χάρη στην ισχυρή
μακροοικονομική πορεία
και τις επίσης ισχυρές
προοπτικές, τις
περιορισμένες
χρηματοδοτικές ανάγκες
για το υπόλοιπο του 2025
που σημαίνει ότι η χώρα
μπορεί να "παρακολουθεί"
από απόσταση τα όσα
διαδραματίζονται στο
διεθνές τοπίο, καθώς και
το σταθερό πολιτικό
σκηνικό.
Οι
αναλυτές ομολόγων της
Société
Générale
αναμένουν περαιτέρω
υποβαθμίσεις της
αξιολόγησης της Γαλλίας
και αναβαθμίσεις στο
Νότο, καθώς ο πιστωτικός
κίνδυνος μειώνεται στο
Νότο, επιτρέποντας στους
οίκους αξιολόγησης να
αναβαθμίσουν τις
πιστωτικές τους
προοπτικές για αυτές τις
χώρες και τα
spreads
των κρατικών ομολόγων
έναντι της Γαλλίας και
της Γερμανίας να
μειωθούν περαιτέρω.
Ραγδαία
μείωση του ελληνικού
χρέους βλέπει ο διεθνής
οίκος
Wood
&
Co.
Η Ελλάδα είναι σε τροχιά
θεαματικής μείωσης
χρέους -100% του ΑΕΠ- ως
το 2030, σύμφωνα με την
ανάλυση του οίκου. Από
το 154,1% το 2024 σε
περίπου 101,3% το 2030.
Ο
διεθνής οίκος
υπογραμμίζει ότι η
αποτελεσματική
διαχείριση του χρέους,
οι συνεχόμενες επιδόσεις
στα πρωτογενή
πλεονάσματα και η ισχυρή
ρευστότητα έχουν
δημιουργήσει ένα
περιβάλλον που θωρακίζει
τη χώρα έναντι κινδύνων,
ενώ ενισχύει και την
προοπτική περαιτέρω
αναβαθμίσεων της
πιστοληπτικής
αξιολόγησης.
Η
προγραμματισμένη
αποπληρωμή δανείων
GLF
ύψους 31,6 δισεκ. ευρώ
έως το 2031 - μια
ολόκληρη δεκαετία
νωρίτερα από το
προβλεπόμενο - θα
επιταχύνει τη μείωση του
χρέους, θα περιορίσει
τις μελλοντικές
χρηματοδοτικές ανάγκες
και θα ενισχύσει το
αξιόχρεο της χώρας.
Η πρόωρη
αποπληρωμή παλιών και
ακριβών δανείων
κατατείνει στην επίλυση
του τελευταίου μεγάλου
δημοσιονομικού
προβλήματος της χώρας:
της μείωσης του χρέους.
Κάτι που είναι
περισσότερο απαραίτητο
σε περιόδους όπως αυτή
που διανύουμε, με την
αβεβαιότητα για τους
δασμούς των ΗΠΑ στα ύψη
και τις μεγάλες
οικονομίες της Ευρωζώνης
σε σοβαρά δημοσιονομικά
προβλήματα.
Οι
αναβαθμίσεις, καθώς
αυξάνουν τη ζήτηση
ελληνικών τίτλων, ασκούν
μειωτική επίδραση στις
αποδόσεις των ελληνικών
κρατικών ομολόγων, μέσω
της μείωσης της
συνιστώσας πιστωτικού
κινδύνου των ελληνικών
ομολόγων.
Αυτό
φαίνεται από το γεγονός
ότι οι διαφορές
αποδόσεων των ελληνικών
ομολόγων έναντι άλλων
κρατικών ομολόγων της
ευρωζώνης έχουν
περιοριστεί και
βρίσκονται σε επίπεδα
συγκρίσιμα με εκείνα προ
της κρίσης χρέους.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με
στοιχεία της ΤτΕ, η
διαφορά αποδόσεων (spread)
του ελληνικού 10ετούς
ομολόγου έναντι του
αντίστοιχου γερμανικού
τίτλου ήταν 73 μ.β. στις
5.6.2025, περίπου 125
μ.β. χαμηλότερη σε σχέση
με το μέσο επίπεδό της
το α΄ τρίμηνο του 2023,
δηλ. πριν από τη
διαμόρφωση προσδοκιών
για επικείμενη
αναβάθμιση στην
επενδυτική κατηγορία.
Το 2024
ήταν σημείο καμπής για
τα ελληνικά ομόλογα
καθώς υπήρξε υψηλότερη
ζήτηση από ξένους
επενδυτές, και μάλιστα
από επενδυτές που είχαν
να αγοράσουν ελληνικούς
τίτλους για περισσότερα
από 10 έτη.
Η νέα
σύνθεση της επενδυτικής
βάσης επιβεβαιώθηκε και
από την προσθήκη 26 νέων
λογαριασμών στη λίστα
των
Top-50
επενδυτών για ελληνικά
ομόλογα του 2024.
|