|
Από τις
πέντε βασικές τάσεις που
αναδεικνύονται για το
2026, οι τρεις έχουν
σαφώς αρνητικό
χαρακτήρα: εντεινόμενη
δυσπιστία, συνεχείς
απολύσεις και κλονισμένο
εργασιακό ηθικό. Οι
άλλες δύο — η επιστροφή
στο γραφείο και η
επίδραση της τεχνητής
νοημοσύνης — προκαλούν
ανάμικτα συναισθήματα,
ανάλογα με τον τρόπο
εφαρμογής τους. Η έκθεση
καταλήγει σε μια θετική
αλλά περιορισμένη
σημείωση: οι νέοι
πτυχιούχοι που θα
απασχοληθούν το 2026 θα
λαμβάνουν ελαφρώς
υψηλότερους μισθούς σε
σχέση με όσους
προηγήθηκαν.
Η πρώτη
τάση αφορά τη σημαντική
επιδείνωση της
εμπιστοσύνης προς τη
διοίκηση. Από το 2023 οι
ανώνυμες αξιολογήσεις
καταγράφουν αυξημένες
αναφορές σε «δυσπιστία»,
«έλλειψη συνεννόησης»,
«αποστασιοποίηση» και
«υποκρισία». Παράλληλα,
έχουν υπερδιπλασιαστεί
οι κριτικές που
κατηγορούν τις
διοικήσεις ότι
λειτουργούν εις βάρος
των εργαζομένων. Καθώς
πλησιάζει το 2026, οι
εργαζόμενοι εμφανίζονται
ολοένα πιο δύσπιστοι
απέναντι στις αποφάσεις
των στελεχών, είτε
αφορούν την επιστροφή
στο γραφείο, τις
αναδιαρθρώσεις
προσωπικού είτε την
ταχεία υιοθέτηση
εργαλείων τεχνητής
νοημοσύνης. Στους
κλάδους των ΜΜΕ και της
τεχνολογίας το εργασιακό
κλίμα έχει επιδεινωθεί
περισσότερο, καθώς οι
συνεχείς αλλαγές και οι
πιέσεις από την τεχνητή
νοημοσύνη ενισχύουν το
χάσμα μεταξύ εργαζομένων
και διευθυντικών ομάδων.
Η
δεύτερη τάση αφορά τις
«κυλιόμενες απολύσεις».
Αντί για μαζικές, εφάπαξ
περικοπές, οι εταιρείες
καταφεύγουν σε μικρές,
επαναλαμβανόμενες
απολύσεις σε σχεδόν
εξαμηνιαία βάση. Οι
απολύσεις αυτού του
τύπου αποτελούν πλέον το
51% του συνόλου, έναντι
38% το 2015, και η τάση
αναμένεται να ενταθεί το
2026. Αν και αυτή η
πρακτική επιτρέπει στις
εταιρείες να μειώνουν
προσωπικό χωρίς μεγάλη
δημοσιότητα, ενισχύει το
άγχος, την ανασφάλεια
και τη δυσαρέσκεια μέσα
στον εργασιακό χώρο.
Η τρίτη
τάση συνδέεται με την
ενίσχυση της επιστροφής
στο γραφείο. Οι μέσες
αξιολογήσεις ευκαιριών
καριέρας για
εργαζόμενους σε υβριδικά
ή πλήρως απομακρυσμένα
μοντέλα έχουν μειωθεί
από 4,1 στα 5 το 2020 σε
3,5 το 2025. Καθώς οι
εργοδότες προκρίνουν
τους εργαζόμενους που
βρίσκονται φυσικά στο
γραφείο για προαγωγές
και ευκαιρίες ανάπτυξης,
η πίεση για επιστροφή
στους χώρους εργασίας θα
ενταθεί. Ακόμη κι όταν η
παρουσία δεν επιβάλλεται
άμεσα, οι εργαζόμενοι
νιώθουν ότι για να
διακριθούν πρέπει να
βρίσκονται στο γραφείο.
Η τηλεργασία δεν
πρόκειται να εξαλειφθεί,
αλλά οι εργαζόμενοι θα
χρειαστεί να
συμβιβαστούν
περισσότερο, καθώς η
επιλογή μεταξύ ευελιξίας
και επαγγελματικής
εξέλιξης γίνεται πιο
έντονη.
Η
τέταρτη τάση αφορά την
τεχνητή νοημοσύνη. Η
εργασιακή ικανοποίηση σε
επαγγέλματα υψηλής
έκθεσης στην ΑΙ έχει
υποχωρήσει ελαφρώς από
το 2022, χωρίς ωστόσο να
υπάρχουν σαφή στοιχεία
για εκτεταμένο
αντίκτυπο. Οι φόβοι των
εργαζομένων αυξάνονται,
αλλά αυτό δεν
αντικατοπτρίζεται σε
μεγάλη πτώση
αξιολογήσεων. Κάποιες
ειδικότητες —
μεταφραστές, μηχανικοί
λογισμικού και
κειμενογράφοι — βλέπουν
αισθητή επιδείνωση των
προοπτικών τους, αλλά
για την πλειονότητα των
εργαζομένων ο αντίκτυπος
παραμένει περισσότερο
ψυχολογικός παρά
ουσιαστικός. Το 2026
αναμένεται να είναι έτος
πειραματισμού και όχι
βαθιάς ανατροπής από την
τεχνητή νοημοσύνη.
Η πέμπτη
τάση συνδέεται με το
γεγονός ότι οι υποψήφιοι
εργαζόμενοι γίνονται
λιγότερο επιλεκτικοί σε
ένα περιβάλλον μειωμένων
προσλήψεων. Ιδίως οι
νεότεροι, στην αρχή της
καριέρας τους,
αποδέχονται θέσεις που
δεν ανταποκρίνονται στις
φιλοδοξίες ή τις
δεξιότητές τους. Καθώς η
αγορά εργασίας δεν
προβλέπεται να βελτιωθεί
το 2026, η τάση αυτή
εκτιμάται ότι θα
διατηρηθεί, με
αποτέλεσμα πολλοί
εργαζόμενοι να
παραμένουν σε θέσεις που
δεν ταιριάζουν στο
προφίλ τους. Αυτό μπορεί
να επιβραδύνει την
επαγγελματική τους
εξέλιξη και την αύξηση
των εισοδημάτων τους,
επιδεινώνοντας τη
συνολική αίσθηση
αποσύνδεσης από την
εργασία.
Τέλος, η
έκθεση καταγράφει μια
θετική εξέλιξη: την
αύξηση των εισαγωγικών
μισθών. Μετά τη μείωση
των πραγματικών αποδοχών
των νέων εργαζομένων την
περίοδο 2020–2022, οι
μισθοί για όσους
διαθέτουν έως τέσσερα
χρόνια εμπειρίας
εμφανίζουν ανοδική
πορεία. Το 2026
αναμένεται να είναι το
πρώτο έτος κατά το οποίο
η αγοραστική δύναμή τους
θα υπερβεί τα επίπεδα
του 2020. Στην Ελλάδα,
οι αυξήσεις στον
κατώτατο μισθό ωφέλησαν
όσους βρίσκονται στα
χαμηλά μισθολογικά
κλιμάκια, αλλά είχαν
ελάχιστη επίδραση στους
μεσαίους μισθούς.
Σύμφωνα με την Τράπεζα
της Ελλάδος, η επίδραση
του κατώτατου μισθού
φτάνει έως περίπου τα
1.350 ευρώ μικτά.
Ωστόσο, λόγω του
πληθωρισμού, οι
ονομαστικές αυξήσεις δεν
μεταφράζονται σε
αντίστοιχη ενίσχυση της
αγοραστικής δύναμης, η
οποία παραμένει
ιδιαίτερα χαμηλή.
|