To σύννεφο της αβεβαιότητας και της ύφεσης
έχει εξαπλωθεί παγκοσμίως και η ανησυχία πλέον
είναι ξεκάθαρο πως αποτυπώνεται στις αγορές των
κρατικών ομολόγων. Η απόδοση του γερμανικού
10ετούς τίτλου βρίσκεται στο 2,283%, στο
υψηλότερο σημείο από το 2011. Από την άλλη
πλευρά του Ατλαντικού, η απόδοση του 10ετούς
αμερικανικού ομολόγου βρίσκεται κοντά στο 4%. Η
Fed έχει προβεί σε διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων
(βρίσκονται στο 3,25%) τους τελευταίους μήνες,
σε μια προσπάθεια να μειωθεί ο πληθωρισμός.
Όπως γράφει το Money
Review, ράλι και για τις
αποδόσεις των ελληνικών
τίτλων, οι οποίες πλέον
κινούνται πάνω από το
5%, στο 5,008%. Στο ίδιο
μήκος κύματος και τα
ιταλικά ομόλογα, με την
απόδοση των 10ετών
τίτλων να παραμένει στο
4,648%. Η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα έχει
αυξήσει τα επιτόκια
συνολικά κατά 125
μονάδες βάσης στις δύο
τελευταίες συνεδριάσεις
της και στις 27
Οκτωβρίου αναμένεται μια
νέα «γενναιόδωρη» αύξηση,
καθώς ο πληθωρισμός
βρέθηκε τον Σεπτέμβριο
στο 10%, καταγράφοντας
νέο υψηλό ρεκόρ.
Το ύψος του χρέους
αλλά κυρίως η απουσία
της επενδυτικής βαθμίδας
κάνουν τα ελληνικά
ομόλογα τον «εύκολο
στόχο» των αγορών, με
την απόδοση τους να
βρίσκεται στο υψηλότερο
σημείο από το 2011,
καθιστώντας σχεδόν
απαγορευτικό για το
επόμενο διάστημα, το
κόστος για περαιτέρω
δανεισμό από τις αγορές.
Δανεισμός με
σταγονόμετρο
Προσεκτικά θα είναι
τα επόμενα βήματα του
οικονομικού επιτελείου
ως προς την «επικοινωνία»
με τις αγορές τόσο μέχρι
το τέλος του 2022 όσο
και για το 2023.
Το οικονομικό
επιτελείο και ο ΟΔΔΗΧ
βάζουν στη ζυγαριά από
τη μία τα απαγορευτικά
πλέον επιτόκια για πιο
μακροπρόθεσμους τίτλους,
τα υψηλά διαθέσιμα των
40 δισ. ευρώ καθώς και
τις χαμηλές χρηματοδοτικές
ανάγκες και από την άλλη
τη συνεχή επικοινωνία με
τις αγορές που πρέπει να
έχει η χώρα. Όπως
φαίνεται και από το
προσχέδιο του
προϋπολογισμού, η
ζυγαριά γέρνει προς το
ότι το Δημόσιο θα πρέπει
να περιορίσει την
χρηματοδότηση της χώρας
μέσω των κεφαλαιαγορών,
τουλάχιστον με
μακροπρόθεσμους τίτλους.
Η βραχυπρόθεσμη
χρηματοδότηση για όλο το
έτος 2022 θα συνεχίσει
να υλοποιείται μέσω
εκδόσεων εντόκων
γραμματίων, διάρκειας
13, 26 και 52 εβδομάδων,
εξασφαλίζοντας συνεχή
εκδοτική παρουσία σε όλο
το βραχυχρόνιο τμήμα της
καμπύλης αποδόσεων.
Το ελληνικό δημόσιο
έχει ήδη δανειστεί κοντά
στα 7 δισ. μέσω των
κεφαλαιαγορών, με τα
οποία αποπληρώθηκε
πρόωρα το δάνειο του
ΔΝΤ στις αρχές Απριλίου
του 2022, ύψους 1.186,7
εκατ. ευρώ, ενώ
σχεδιάζεται να
ακολουθήσει η πρόωρη
αποπληρωμή μέρους των
ευρωπαϊκών δανείων του
Greek Loan Facility (GLF),
ύψους 2.645 εκατ. ευρώ,
η οποία αναμένεται να
πραγματοποιηθεί έως το
τέλος του τρέχοντος
έτους.
Δεδομένων των υψηλών
ταμειακών διαθεσίμων,
των αναμενομένων
αυξημένων επιπλέον
εκταμιεύσεων προς τη
χώρα από τα ευρωπαϊκά
χρηματοδοτικά σχήματα
για την αντιμετώπιση της
πανδημίας όπως το
Ταμείο Ανάκαμψης και της
ενεργειακής κρίσης και
των σχετικά
περιορισμένων
χρηματοδοτικών αναγκών
για το έτος 2023, η
δανειακή στρατηγική για
το επόμενο έτος
αναμένεται να είναι
επίσης περιορισμένη
Η σανίδα της
επανεπένδυσης ομολόγων
Το πρόγραμμα ποσοτικής
χαλάρωσης μπορεί να
ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο
του 2022, ωστόσο η ΕΚΤ
θα επανεπενδύει ποσά
κεφαλαίου από την
εξόφληση τίτλων που
αποκτήθηκαν στο πλαίσιο
του PEPP κατά τη λήξη
τους τουλάχιστον μέχρι
το τέλος του 2024, ενώ
παρατάθηκε για το ίδιο
χρονικό διάστημα το
καθεστώς επιλεξιμότητας
των ελληνικών ομολόγων,
έτσι ώστε να γίνονται
αποδεκτά ως εγγύηση για
τις πράξεις
χρηματοδότησης του
Ευρωσυστήματος.
H συνολική συμμετοχή
των ελληνικών ομολόγων
στο έκτακτο πρόγραμμα
ποσοτικής χαλάρωσης της
ΕΚΤ εκτιμάται σε περίπου
39 δισ. ευρώ, γεγονός βέβαια
που καθιστά αναγκαία την
συχνότερη έκδοση νέων
τίτλων.