|
Πίεση με
φόντο την κρίση
Σύμφωνα
με τους FT, οι ΗΠΑ είχαν
ήδη ξεκινήσει
διαβουλεύσεις με την
Τεχεράνη για το πυρηνικό
της πρόγραμμα. Ο Τραμπ
είχε καταστήσει σαφές
ότι αν αποτύχουν οι
διπλωματικές
προσπάθειες, θα
εξεταστούν και
στρατιωτικά σενάρια, ενώ
το Ισραήλ πίεζε ανοιχτά
για στρατιωτική
επέμβαση.
Ο Μπομπ
ΜακΝάλι, πρώην σύμβουλος
του Τζορτζ Μπους και νυν
επικεφαλής της Rapidan
Energy Group, δήλωσε
στους FT ότι θεωρεί
σχεδόν βέβαιο πως ο
Τραμπ ζήτησε από τη
Σαουδική Αραβία να
αυξήσει την παραγωγή,
για να αντιμετωπίσει
παράλληλα τρεις βασικές
προκλήσεις: το Ιράν, τη
Ρωσία και τον
πληθωρισμό. Ωστόσο,
διευκρίνισε πως είναι
υπερβολικό να υποτεθεί
ότι η αύξηση αποσκοπούσε
ευθέως στη διευκόλυνση
μιας επίθεσης.
Στρατηγικά κίνητρα
Η
Σαουδική Αραβία γνώριζε
καλά ότι η αύξηση της
παραγωγής θα ήταν
ευπρόσδεκτη από τον
Τραμπ, ο οποίος είχε
δηλώσει από τον
Ιανουάριο ότι θα ζητούσε
από το Ριάντ και τον
ΟΠΕΚ να συμβάλουν στη
μείωση των τιμών.
Παρ' όλα
αυτά, αναλυτές
σημειώνουν πως οι
πετρελαιοπαραγωγές χώρες
είχαν τους δικούς τους
λόγους να χαλαρώσουν
σταδιακά τις περικοπές,
ανεξάρτητα από τις
γεωπολιτικές εξελίξεις.
Οι περιορισμοί στην
παραγωγή, που είχαν
στόχο τη στήριξη των
τιμών για σχεδόν τρία
χρόνια, είχαν αρχίσει να
φθείρονται σε
αποτελεσματικότητα, ενώ
χώρες όπως το Καζακστάν
υπερέβαιναν ήδη τα
επιτρεπόμενα όρια.
Αυτό
προκαλούσε δυσαρέσκεια
στο Ριάντ, που είχε
αναλάβει το κύριο βάρος
των περικοπών,
περιορίζοντας την
παραγωγή του μέχρι και
κατά 2 εκατομμύρια
βαρέλια ημερησίως –
ποσότητα που αντιστοιχεί
περίπου στο 2% της
παγκόσμιας προσφοράς.
Το
μάθημα του 2018
Παρότι
οι ΗΠΑ ακολουθούσαν
σκληρή πολιτική έναντι
του Ιράν, με απειλές για
πλήρη αποκλεισμό των
εξαγωγών του, η Σαουδική
Αραβία δεν επιθυμούσε
την αύξηση παραγωγής αν
δεν υπήρχε σαφής
διαταραχή στην αγορά. Ο
υπουργός Ενέργειας του
βασιλείου, πρίγκιπας
Αμπντουλαζίζ μπιν
Σαλμάν, είχε δηλώσει πως
δεν θα επαναλάμβαναν το
λάθος του 2018, όταν –
υπό πίεση Τραμπ – ο
ΟΠΕΚ+ αύξησε την
παραγωγή εν όψει των
αμερικανικών κυρώσεων
στο Ιράν. Τελικά, η
Ουάσινγκτον έκανε πίσω,
επιτρέποντας σε αρκετές
χώρες να συνεχίσουν τις
εισαγωγές από το Ιράν,
με αποτέλεσμα την πτώση
των τιμών κάτω από τα
$50 το βαρέλι.
Αν η
πρόσφατη αύξηση
σχετιζόταν πράγματι με
πιέσεις από τις ΗΠΑ,
ενδέχεται ο στόχος να
μην ήταν το Ιράν, αλλά η
ενίσχυση της συνεργασίας
με την Ουάσινγκτον –
ιδίως σε τομείς όπως η
τεχνολογία, η τεχνητή
νοημοσύνη, τα πυρηνικά
και η αμυντική
βιομηχανία. Ο Τραμπ,
εξάλλου, είχε επαινέσει
τον πρίγκιπα διάδοχο
Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν
κατά την επίσκεψή του
στη Σαουδική Αραβία.
Γνώριζε
η Σαουδική Αραβία;
Είτε το
Ριάντ είχε ενημέρωση για
την επικείμενη ισραηλινή
επίθεση είτε όχι, το
αποτέλεσμα είναι πως η
αυξημένη προσφορά
πετρελαίου επιτρέπει στο
Ισραήλ να συνεχίζει τις
επιθέσεις χωρίς να
προκαλείται εκρηκτική
άνοδος στις τιμές, που
θα μπορούσε να οδηγήσει
σε νέο κύμα πληθωρισμού
στις δυτικές οικονομίες.
Το Ιράν,
βέβαια, εξακολουθεί να
απειλεί με κλείσιμο των
Στενών του Ορμούζ, αν
και κάτι τέτοιο θα
επηρέαζε και τις δικές
του εξαγωγές – κυρίως
προς την Κίνα –
καθιστώντας το δίκοπο
μαχαίρι.
Περιορισμένα περιθώρια
Παρότι η
αύξηση της παραγωγής από
τον ΟΠΕΚ+ λειτουργεί
σήμερα ως
σταθεροποιητικός
παράγοντας, δεν επαρκεί
για να απορροφήσει τους
κραδασμούς μιας
ενδεχόμενης γενικευμένης
κρίσης στη Μέση Ανατολή.
Όπως
σημειώνει ο Κέβιν Μπουκ
από την ClearView Energy
Partners, η επιπλέον
προσφορά του ΟΠΕΚ+
καλύπτει ενδεχόμενες
διαταραχές είτε από
πλευράς Ιράν είτε λόγω
πιθανών νέων κυρώσεων
στη Ρωσία – όχι όμως και
τα δύο μαζί.
Σε
περίπτωση σοβαρής
κρίσης, ο Τραμπ θα
μπορούσε να προσφύγει
στο Στρατηγικό Απόθεμα
Πετρελαίου των ΗΠΑ, που
πλέον διαθέτει περίπου
400 εκατ. βαρέλια –
σημαντικά λιγότερα από
τη μέγιστη χωρητικότητα
των 727 εκατ.
Εναλλακτικά, θα μπορούσε
να ζητήσει νέα αύξηση
της παραγωγής από τη
Σαουδική Αραβία, κάτι
που όμως θα έθετε σε
δοκιμασία τις εύθραυστες
ισορροπίες ανάμεσα στο
Ριάντ και την Τεχεράνη –
ιδρυτικό μέλος του ΟΠΕΚ.
Όπως
σημειώνει χαρακτηριστικά
ο ΜακΝάλι, «όταν οι
τιμές πετρελαίου
αυξάνονται, οι πρόεδροι
κάνουν ένα πράγμα πρώτα
απ’ όλα: σηκώνουν το
τηλέφωνο και τηλεφωνούν
στη Σαουδική Αραβία».
|