|
Από την
αρχή του έτους οι τιμές
του αργού έχουν
υποχωρήσει περίπου 12%,
υπό την πίεση αυξημένων
προμηθειών τόσο από
χώρες του OPEC+ όσο και
από ανταγωνιστές εκτός
συμμαχίας, αλλά και λόγω
της επίδρασης του
εμπορικού πολέμου που
έχει εξαπολύσει η
Ουάσιγκτον στη ζήτηση.
Παρά τη διόρθωση, η
αγορά έχει δείξει
αξιοσημείωτη
ανθεκτικότητα, γεγονός
που ενθαρρύνει τη
Σαουδική Αραβία να
συνεχίσει με νέες
αυξήσεις.
Η
επιτάχυνση αυτή
θεωρείται ότι θα
ικανοποιήσει τον πρόεδρο
Τραμπ, ο οποίος ζητά
επίμονα χαμηλότερες
τιμές ενέργειας τόσο για
να περιοριστεί ο
πληθωρισμός όσο και για
να αυξηθεί η πίεση στη
Ρωσία με στόχο τον
τερματισμό του πολέμου
στην Ουκρανία.
Σημαντικός σταθμός θα
είναι η επίσκεψη του
Σαουδάραβα διαδόχου
Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν
στην Ουάσιγκτον τον
Νοέμβριο.
Εάν
συνεχιστεί η πορεία
αύξησης κατά 137.000
βαρέλια τον μήνα, η
πλήρης άρση των
περικοπών θα μπορούσε να
ολοκληρωθεί μέσα σε έναν
χρόνο. Στην πράξη, όμως,
τα μεγέθη μπορεί να
αποδειχθούν χαμηλότερα,
καθώς αρκετές χώρες είτε
δεν διαθέτουν επαρκή
παραγωγική ικανότητα
είτε πρέπει να
«ισοφαρίσουν»
προηγούμενες υπερβάσεις.
Η
εξέλιξη δημιουργεί
πιέσεις σε κράτη που
στηρίζουν τα δημόσια
έσοδά τους σε υψηλότερες
τιμές πετρελαίου και δεν
έχουν τη δυνατότητα να
αυξήσουν την παραγωγή
τους. Παράλληλα,
μειώνεται το διαθέσιμο
«μαξιλάρι ασφαλείας» της
παγκόσμιας αγοράς σε
περίπτωση απρόβλεπτων
διαταραχών στην
προσφορά.
Η
τελευταία αυτή κίνηση
ενισχύει τη φήμη του
Σαουδάραβα υπουργού
Ενέργειας, πρίγκιπα
Αμπντουλαζίζ μπιν
Σαλμάν, για
αιφνιδιαστικές
παρεμβάσεις που συχνά
ανατρέπουν τις
προσδοκίες των traders.
Μέχρι πρόσφατα, η
πλειονότητα των αναλυτών
και επενδυτών ανέμενε
σταθερή παραγωγή από τις
οκτώ βασικές χώρες-μέλη.
Οι τελευταίες εξελίξεις
δείχνουν ότι η συμμαχία
εξετάζει πλέον πιο
επιθετική στρατηγική, με
προτεραιότητα την
ανάκτηση θέσεων στην
παγκόσμια αγορά.
|