|
Αυτό
αποδεικνύεται και από το
γεγονός ότι σε σύγκριση
με την υπόλοιπη Ευρώπη η
Ελλάδα «φιγουράρει»
μεταξύ των υψηλότερων
θέσεων σε ό,τι αφορά τις
επιβαρύνσεις που
συνοδεύουν την απόκτηση
κατοικίας. Συγκεκριμένα,
με βάση τα στοιχεία της
Global
Property
Guide,
ένας αγοραστής από το
εξωτερικό ή όποιος
Ελληνας αγοραστής δεν
έχει απαλλαγή λόγω
πρώτης κατοικίας, θα
πρέπει να υπολογίζει ότι
ένα ποσοστό από 6% έως
8,5% της αξίας του
ακινήτου αφορά τα έξοδα
μεταβίβασης. Αυτό
σημαίνει ότι για την
αγορά κατοικίας αξίας
300.000 ευρώ, ενδέχεται
να απαιτηθούν επιπλέον
25.500 ευρώ για να
ολοκληρωθεί η
αγοραπωλησία.
Αυτό
τοποθετεί την Ελλάδα σε
μία από τις δέκα
ακριβότερες αγορές
ακινήτων στην Ευρώπη. Το
μεγαλύτερο κόστος είναι
ο φόρος μεταβίβασης, ο
οποίος διαμορφώνεται σε
3% επί της αξίας του
ακινήτου. Ωστόσο, εφόσον
πρόκειται για αγορά
πρώτης κατοικίας,
υπάρχει απαλλαγή για τα
πρώτα 200.000 ευρώ της
αξίας, εφόσον πρόκειται
για άγαμο και 250.000
ευρώ για έγγαμο
αγοραστή, ενώ το ποσό
της απαλλαγής
προσαυξάνεται κατά
25.000 ευρώ για κάθε
εξαρτώμενο τέκνο για τα
πρώτα δύο παιδιά και
κατά 30.000 ευρώ για το
τρίτο παιδί. Ετσι, ένας
έγγαμος με δύο παιδιά
απαλλάσσεται πλήρως του
φόρου μεταβίβασης μέχρι
του ποσού των 300.000
ευρώ κι ένας τρίτεκνος
μέχρι και των 330.000.
Εφόσον η αξία του
ακινήτου υπερβαίνει το
ποσό αυτό, επιβάλλεται
φόρος 3% στο επιπλέον
ποσό. Αν, για
παράδειγμα, το κόστος
του ακινήτου είναι
400.000 ευρώ και η
απαλλαγή 300.000 ευρώ
(για οικογένεια με δύο
παιδιά), επιβάλλεται
φόρος 3% επί των 100.000
ευρώ, ήτοι 3.000 ευρώ.
Η
απαλλαγή παρέχεται μια
φορά και μόνο αν ο
αγοραστής ή η/ο σύζυγος
δεν έχει στην κυριότητά
του άλλη κατοικία που
καλύπτει τις στεγαστικές
ανάγκες. Στο σημείο αυτό
θα πρέπει να υπάρξει
ιδιαίτερη προσοχή, καθώς
η φορολογική αρχή θεωρεί
ότι οι στεγαστικές
ανάγκες ενός άγαμου ή
έγγαμου καλύπτονται με
ακίνητο 70 τ.μ. και
προσαυξάνονται κατά 25
τ.μ. για τα πρώτα δύο
τέκνα. Ετσι, αν υπάρχει
ήδη στην κατοχή κάποιου
μέλους του ζευγαριού ένα
ακίνητο π.χ. 75 τ.μ.,
τότε εκλαμβάνεται ως
πρώτη κατοικία κι
επομένως χάνεται η
απαλλαγή του φόρου
μεταβίβασης.
Εκτός
από τον φόρο
μεταβίβασης, θα πρέπει
να υπολογιστούν επίσης
μεσιτικά έξοδα, εφόσον
έχει μεσολαβήσει κάποιος
μεσίτης, τα οποία
είθισται να κυμαίνονται
από 1% έως 2% επί της
αξίας για τον αγοραστή
(κι άλλο τόσο για τον
πωλητή), αν και το
ποσοστό ορίζεται
ελεύθερα από κάθε
μεσιτικό γραφείο και
αναγράφεται στην εντολή
υπόδειξης του ακινήτου,
που υπογράφει κάθε
ενδιαφερόμενος αγοραστής
στο πλαίσιο της
αναζήτησης αγοράς
κατοικίας.
Παράλληλα, το κόστος
εγγραφής του ακινήτου
στο κτηματολόγιο είναι
υποχρεωτικό εφόσον
αλλάζει ο ιδιοκτήτης.
Αυτό διαμορφώνεται
συνήθως στο 0,475% της
αξίας, που μπορεί να
χρειαστεί να γίνει εις
διπλούν, εφόσον
απαιτηθεί και εγγραφή
προσημείωσης από την
τράπεζα (αν υπάρχει
τραπεζική
χρηματοδότηση). Επίσης,
ο αγοραστής επιβαρύνεται
με το κόστος των
συμβολαιογραφικών, που
κυμαίνεται συνήθως από
0,8%-1,2% της αξίας του
ακινήτου, όπως και με
αμοιβή δικηγόρου, που
επίσης διαμορφώνεται
πέριξ του 1% της αξίας
του ακινήτου.
Επομένως, όπως γίνεται
σαφές, η απόκτηση
κατοικίας συνοδεύεται
από σημαντικά πρόσθετα
έξοδα, που θα πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη πριν
οριστικοποιηθεί κάποια
συμφωνία. Στη σημερινή
περίοδο, ένας
καταρτισμένος και
συνεπής συμβολαιογράφος,
αλλά και δικηγόρος,
αποτελούν σημαντικούς
«συμμάχους» για κάθε
αγοραστή, με δεδομένη
την πολυπλοκότητα της
νομοθεσίας και μπορούν
να καθοδηγήσουν (όπως
και ο μεσίτης) και τις
δύο πλευρές, προκειμένου
να ολοκληρωθεί η
αγοραπωλησία.
|