|
Οι
συνθήκες που δυσχέραιναν
τον δανεισμό μέσω
ομολόγων και αγορών
χρήματος κατά την
προηγούμενη περίοδο
–όπως η αβεβαιότητα από
τους εμπορικούς πολέμους
και οι αυξημένες
δανειακές ανάγκες της
Γερμανίας για
στρατιωτικές και
υποδομειακές δαπάνες–
φαίνεται να
εξομαλύνονται,
επιτρέποντας πλέον στην
ΕΚΤ να επηρεάζει πιο
αποτελεσματικά τις
αγορές. Ταυτόχρονα, η
αποκλιμάκωση του
πληθωρισμού ενισχύει τις
προσδοκίες περαιτέρω
νομισματικής χαλάρωσης,
οι οποίες ήδη
ενσωματώνονται στις
αποτιμήσεις των αγορών.
Ενδεικτικά, το κόστος
χρηματοδότησης για τις
ελληνικές τράπεζες, που
στις αρχές του έτους
είχε πέσει στο 1,2%,
δείχνει να επανέρχεται
στα ίδια επίπεδα, χάρη
στην πτώση των αποδόσεων
στις αγορές. Οι εγχώριες
τράπεζες βασίζονται
κυρίως στις
αποταμιεύσεις για την
άντληση ρευστότητας –με
το 60,18% να προέρχεται
από νοικοκυριά και το
21,85% από επιχειρήσεις–
και είναι λιγότερο
εξαρτημένες από τις
αγορές σε σχέση με τις
αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Αν και
οι ελληνικές τράπεζες
καθυστερούν να
προσαρμόσουν τα επιτόκια
καταθέσεων –όπως είχε
συμβεί και στο παρελθόν
με τις αυξήσεις της ΕΚΤ–
η γενικότερη τάση είναι
πτωτική. Σημαντικό ρόλο
στην ενίσχυση της
ρευστότητας των τραπεζών
αναμένεται να
διαδραματίσουν και οι
νέες εκδόσεις ομολόγων,
που θα εκδίδονται
σταδιακά για να
αντικαταστήσουν παλαιά,
ακριβότερα ομόλογα, με
λήξεις μεταξύ 2026 και
2030.
Η
Eurobank,
ενδεικτικά, έχει ήδη
εκφράσει την πρόθεσή της
να επαναγοράσει
παλιότερο ομόλογο και να
το αντικαταστήσει με
νέο, ενώ αξιοποίησε την
καλή της θέση στην αγορά
για να χρηματοδοτήσει
πιο οικονομικά και την
Ελληνική Τράπεζα στην
Κύπρο.
Οι
αποδόσεις των ελληνικών
τραπεζικών ομολόγων
καταγράφουν αισθητή
πτώση, ενισχυμένες από
τη θετική πορεία των
τραπεζών και τις
αναβαθμίσεις των διεθνών
οίκων. Τα επιτόκια στα
ομόλογα πρώτης
εξοφλητικής
προτεραιότητας έχουν
μειωθεί κατά 23 μονάδες
βάσης στο 3,39% (από
3,62% στις 10 Απριλίου),
ενώ στα ομόλογα
χαμηλότερης εξοφλητικής
προτεραιότητας η πτώση
είναι 38 μονάδες βάσης,
φτάνοντας το 4,35% (από
4,73%).
|