|
Όπως το
συνηθίζει, η Silicon
Valley έχει ήδη
υιοθετήσει έναν
νεολογισμό που
περιγράφει μεμονομένους
ιδρυτές όπως η κα
Gwilliam: είναι οι
«solopreneurs». Στους
τεχνολογικούς κύκλους,
υπάρχουν στοιχήματα για
το ποιος από αυτούς
είναι πιθανό να
δημιουργήσει τον πρώτο
μονοπρόσωπο μονόκερο –
μια μη εισηγμένη
εταιρεία αξίας άνω του 1
δισ. δολαρίων. Κάποιοι
ελπίζουν ότι η
δημιουργική τεχνητή
νοημοσύνη θα καταστήσει
την έναρξη μιας
επιχείρησης τόσο φτηνή
και χωρίς προβλήματα,
ώστε ο καθένας θα μπορεί
να γίνει επιχειρηματίας,
όπως ο καθένας μπορεί να
γίνει YouTuber – μια
ανάσα φρέσκου αέρα στο
συγκεντρωμένο
επιχειρηματικό τοπίο της
Αμερικής. Ωστόσο, το αν
άτομα όπως η κα Gwilliam
θα μπορέσουν να ξεφύγουν
από τον ασφυκτικό
εναγκαλισμό των
τεχνολογικών κολοσσών
είναι ένα άλλο θέμα.
Οι
τεχνολογικές
επαναστάσεις συνήθως
ανατρέπουν τον τρόπο με
τον οποίο οι
επιχειρήσεις ασκούν τις
δραστηριότητές τους. Η
αυξημένη σημασία των
μηχανημάτων σε συνδυασμό
με την επέκταση των
δικτύων μεταφορών στα
τέλη του 19ου αιώνα
οδήγησε στην άνοδο των
γιγαντιαίων εταιρειών. Ο
Βρετανός οικονομολόγος
Ronald Coase υποστήριξε
το 1937 στην εργασία του
«The Nature of the Firm»
ότι η ύπαρξή τους
αποτελούσε απόδειξη της
αποτελεσματικότητας της
ενοποίησης και της
διαχείρισης της εργασίας
εντός των ορίων μιας
επιχείρησης, αντί της
ανάθεσης δραστηριοτήτων
στην αγορά. Αυτό,
ωστόσο, άρχισε να
αλλάζει με την άνοδο των
ψηφιακών επικοινωνιών.
Οι επιχειρήσεις
μπορούσαν όχι μόνο να
αναθέτουν ευκολότερα την
παραγωγή και τις
εργασίες back-office σε
χώρες χαμηλού κόστους,
αλλά και να βασίζονται
σε διαδικτυακές
πλατφόρμες όπως η Google
για το μάρκετινγκ και η
Amazon Web Services για
την πληροφορική.
Η άνοδος
της τεχνητής νοημοσύνης
θα μπορούσε κάλλιστα να
επιταχύνει αυτή την
τάση, καθώς οι
ημιαυτόνομοι πράκτορες
που παρέχονται από τη
Silicon Valley
επιτρέπουν στις
επιχειρήσεις να εκτελούν
τον ίδιο όγκο εργασίας
με λιγότερους
υπαλλήλους. Ο Henrik
Werdelin, συνιδρυτής της
Audos, λέει ότι τα
τελευταία 20 περίπου
χρόνια, η άνοδος του
cloud computing τον
βοήθησε να ξεκινήσει
αρκετές νέες
επιχειρήσεις, και το
μόνο που χρειαζόταν για
να ξεκινήσει η
λειτουργία τους ήταν μία
πιστωτική κάρτα.
Περιγράφει την τεχνητή
νοημοσύνη ως το επόμενο
κύμα αυτού του
«εκδημοκρατισμού». «Δεν
χρειάζεται να
κωδικοποιείς, ούτε να
μπορείς να χρησιμοποιείς
το Photoshop, γιατί η
τεχνητή νοημοσύνη μπορεί
να σε βοηθήσει». Αυτό,
ελπίζει, θα οδηγήσει σε
μια πλημμύρα νεοφυών
επιχειρήσεων που θα
δημιουργηθούν από
ανθρώπους, όπως η κα
Gwilliam, χωρίς
τεχνολογικό υπόβαθρο,
αλλά που έχουν εντοπίσει
πραγματικά προβλήματα
προς επίλυση.
Ένας
άλλος ευαγγελιστής είναι
ο Karim Lakhani του
Harvard Business School.
Αυτή τη στιγμή,
προσφέρει ένα μάθημα
ηγεσίας για στελέχη, στο
οποίο χρησιμοποιούν τη
δημιουργική τεχνητή
νοημοσύνη για να
ιδρύσουν μια εταιρεία
σνακ σε 90 λεπτά,
χρησιμοποιώντας την
τεχνολογία για να κάνουν
έρευνα πελατών, να
δημιουργήσουν συνταγές,
να βρουν προμηθευτές και
να σχεδιάσουν
συσκευασίες. Σε μια
πρόσφατη εργασία, ο κ.
Lakhani και οι
συν-συγγραφείς του
παρουσίασαν μια δοκιμή
πεδίου στην οποία 776
επαγγελματίες της
Procter & Gamble,
κλήθηκαν να
αντιμετωπίσουν μια
πραγματική
επιχειρηματική ανάγκη
είτε ατομικά είτε σε
ομάδες δύο ατόμων, με
και χωρίς τη χρήση
εργαλείων δημιουργικής
τεχνητής νοημοσύνης.
Διαπιστώθηκε ότι η
τεχνητή νοημοσύνη
ενίσχυσε σημαντικά τις
επιδόσεις, βοηθώντας τα
άτομα με τη τεχνητή
νοημοσύνη να φτάσουν τις
επιδόσεις των ομάδων
χωρίς αυτήν. Η ΤΝ
αποδείχθηκε περισσότερο
«συμπαίκτης» παρά
εργαλείο.

Με την
εποχή του δωρεάν
χρήματος να έχει
τελειώσει, οι ιδρυτές
είναι πρόθυμοι να βρουν
τρόπους να κρατήσουν το
κόστος χαμηλά. Ο Peter
Walker της Carta, η
οποία βοηθά νεοφυείς
επιχειρήσεις να
διαχειριστούν την
ιδιοκτησία μετοχών, λέει
ότι οι ιδρυτές συνήθιζαν
να καυχιούνται για το
πόσους υπαλλήλους είχαν.
«Τώρα είναι παράσημο
τιμής να λένε, «κοιτάξτε
πόσοι λίγοι εργάζονται
για μένα». Σύμφωνα με τα
στοιχεία της Carta, το
μέσο χρονικό διάστημα
που χρειάζονται οι
ιδρυτές για να
προσλάβουν τον πρώτο
τους υπάλληλο μετά την
σύσταση της επιχείρησής
τους έχει αυξηθεί από
λιγότερο από έξι μήνες
το 2022 σε περισσότερους
από εννέα μήνες το 2024
(βλ. γράφημα). Η Base44,
μια νεοφυής επιχείρηση
κωδικοποίησης με τεχνητή
νοημοσύνη, έγινε
πρόσφατα πρωτοσέλιδο
όταν πωλήθηκε στην Wix,
μια πλατφόρμα ανάπτυξης
ιστοσελίδων, έναντι 80
εκατ. δολαρίων. Είχε
μόλις οκτώ υπαλλήλους.
Φυσικά,
είναι ακόμη νωρίς. Πρώτα
απ’ όλα, οι πράκτορες ΤΝ
δεν είναι καθόλου
ασφαλείς. Τον Ιούνιο η
Anthropic, ένα
εργαστήριο τεχνητής
νοημοσύνης, αποκάλυψε τα
αποτελέσματα ενός
πειράματος κατά το οποίο
το μοντέλο Claude Sonnet
χειριζόταν έναν αυτόματο
μηχάνημα πώλησης στα
κεντρικά γραφεία της
εταιρείας. Στόχος του
bot ήταν να αποφύγει την
πτώχευση. Ήταν καλό στον
εντοπισμό των
προμηθευτών και στην
προσαρμογή στα αιτήματα
των χρηστών
(συμπεριλαμβανομένου του
κυνηγιού ενός κύβου
βολφραμίου που ζητήθηκε
με δόλο από έναν
υπάλληλο). Ωστόσο,
αγνοούσε τις
προσοδοφόρες ευκαιρίες,
είχε παραισθήσεις,
προσέφερε πάρα πολλές
εκπτώσεις και τελικά
απέτυχε να βγάλει
χρήματα.
Κι άλλες
δυνάμεις μπορούν με τη
σειρά τους να σταθούν
εμπόδιο σε μια έξαρση
της επιχειρηματικότητας
που εμπνέεται από την
τεχνητή νοημοσύνη. Τις
τελευταίες τρεις
δεκαετίες, παρά την
ανάπτυξη του διαδικτύου,
των μέσων κοινωνικής
δικτύωσης, του
λογισμικού ως υπηρεσία
και του υπολογιστικού
νέφους, η δημιουργία
επιχειρήσεων στην
Αμερική ήταν αναιμική
μέχρι την πανδημία
-αποτέλεσμα εν μέρει της
γήρανσης του πληθυσμού.
Αυτή η δημογραφική πίεση
θα ενταθεί.
Παρ’
όλες τις υποσχέσεις της,
η δημιουργική ΤΝ
δημιουργεί προβλήματα
και για τους
επιχειρηματίες. Η
Annabelle Gawer του
Πανεπιστημίου του Surrey
σημειώνει ότι αν και η
τεχνολογία μειώνει τα
εμπόδια εισόδου για νέες
επιχειρήσεις,
διευκολύνει παράλληλα τη
γρήγορη αντιγραφή ιδεών.
Εάν ένας ιδρυτής δεν
διαθέτει μοναδική
τεχνογνωσία στον τομέα
του, μπορεί να είναι
δυσκολότερο να
διατηρήσει ένα
ανταγωνιστικό
πλεονέκτημα.
Επιπλέον, η παροχή
εργαλείων τεχνητής
νοημοσύνης κυριαρχείται
από τεχνολογικούς
κολοσσούς και τα
εργαστήρια στα οποία
επενδύουν, όπως η
OpenAI, που
υποστηρίζεται από τη
Microsoft, και η
Anthropic, που
υποστηρίζεται από την
Amazon και την Google. Η
κα Gawer βρίσκει
αναλογίες με την άνοδο
του cloud computing στη
δεκαετία του 2010, στο
οποίο κυριαρχούν αυτοί
οι τρεις τεχνολογικοί
γίγαντες. Αν και η
υποδομή αυτή διευκόλυνε
τη ζωή των νεοφυών
επιχειρήσεων, τις άφησε
επίσης εξαρτημένες από
την τριανδρία του cloud,
η οποία κατάφερε να
καταλάβει ένα μεγάλο
μερίδιο της αξίας που
δημιούργησαν. Πέρυσι τα
καθαρά κέρδη της τριάδας
αντιστοιχούσαν στο 7%
του συνόλου της
Αμερικής, από 2% πριν
μια δεκαετία.
Μια άλλη
ενοχλητική πιθανότητα
είναι ότι οι
τεχνολογικοί γίγαντες θα
μπορούσαν να τσιμπήσουν
τις καλύτερες ιδέες των
μικρότερων εταιρειών.
Προς το παρόν, η κα
Gwilliam της Solace
παραμένει αισιόδοξη. Το
«μειονέκτημα
πρωτοπόρου», όπως το
αποκαλεί, μπορεί να
εξελιχθεί είτε σε
απογοήτευση είτε σε
απόδειξη της ορθότητας
της ιδέας της. «Ίσως
έρθουν και μου πουν:
«Θέλουμε τη Solace». «Κι
εγώ τότε θα απαντήσω:
Τέλεια, σας την
πουλάω!». Στάση απόλυτα
ταιριαστή με έναν τυπικό
επιχειρηματία.
Πηγή:
The Economist
|