|
Η
περίπτωση του κ.
Macic
δεν είναι η μοναδική. Σε
όλο τον κόσμο τεράστια
ταλέντα πηγαίνουν
χαμένα. Οι οικονομολόγοι
κάνουν λόγο για
«χαμένους Αϊνστάιν» που
θα μπορούσαν να έχουν
προσφέρει
μετασχηματιστικό έργο αν
είχαν εντοπιστεί και
καλλιεργηθεί. Πουθενά οι
συνέπειες δεν είναι πιο
σαφείς από την τεχνητή
νοημοσύνη, όπου η
έλλειψη κορυφαίων
ερευνητών επιτρέπει στα
μικρά στελέχη να
λαμβάνουν αμοιβές
διευθύνοντος συμβούλου.
Οι κυβερνήσεις που
σπαταλούν δισεκατομμύρια
σε ημιαγωγούς για να
κερδίσουν την κούρσα της
τεχνητής νοημοσύνης
παραμελούν το ταλέντο
που άγει την πρόοδο. Οι
εγκέφαλοι, που
αντιμετωπίζονται με την
ίδια επείγουσα
προτεραιότητα, μπορεί να
αποδειχθούν καλύτερη
μακροπρόθεσμη επένδυση.
Αλλά, πως θα ήταν μια
βιομηχανική πολιτική για
το ταλέντο;
Προς το
παρόν, η πολιτική αυτή
ισοδυναμεί με
προμήθειες, και όχι με
παραγωγή. Οι κυβερνήσεις
επικεντρώνονται στο
τελευταίο βήμα: να
προσελκύσουν τους
υπάρχοντες σούπερ σταρ.
Ο ανταγωνισμός είναι πιο
σκληρός μεταξύ της Κίνας
και της Αμερικής. Το
Thousand
Talents
Plan
της Κίνας, που
θεσπίστηκε το 2008,
στοχεύει στην προσέλκυση
ταλέντων που
εκπαιδεύτηκαν σε ελίτ
προγράμματα του
εξωτερικού. Τον Οκτώβριο
θα προστεθεί μια
ευέλικτη βίζα Κ για την
προσέλκυση ειδικών σε
θέματα
STEM.
Η Αμερική απαντά με τη
βίζα
O-1A
και την πράσινη κάρτα
EB-1A,
οι οποίες προορίζονται
για άτομα με
«εξαιρετικές
ικανότητες». Άλλες χώρες
ακολουθούν κατά πόδας. Η
Ιαπωνία ανακοίνωσε ένα
πακέτο 700 εκατ.
δολαρίων για την
πρόσληψη κορυφαίων
ερευνητών. Το πρόγραμμα
«Choose
Europe»
της ΕΕ υπόσχεται να την
καταστήσει «μαγνήτη για
ερευνητές».
Μια
ολοένα και πιο έντονη
νοοτροπία γύρω από τη
σπανιότητα του «σούπερ
σταρ» ταλέντου στην
τεχνολογία κάνει τις
επιχειρήσεις να
ανησυχούν και εξηγεί σε
μεγάλο βαθμό την
αστρονομική αξία που
αποδίδεται σήμερα στα
σπουδαία μυαλά. Καθώς οι
εταιρείες επιδίδονται σε
έναν αγώνα δρόμου για να
δημιουργήσουν όλο και
πιο γιγαντιαία μοντέλα,
οι μεμονωμένοι ερευνητές
αντιμετωπίζονται σαν το
κλειδί για ανακαλύψεις
αξίας δισεκατομμυρίων. Ο
Sam
Altman,
επικεφαλής της
OpenAI,
είχε αστειευτεί κάποτε
μιλώντας για τους
«10.000x
μηχανικούς/ερευνητές» —
υπερπαραγωγικούς
δημιουργούς ικανούς να
ανατρέψουν ολόκληρους
κλάδους με το έργο τους.
Αυτή η ιδέα έχει πλέον
ριζώσει στη βιομηχανία
σαν δόγμα. Σήμερα, οι
κορυφαίοι επιστήμονες
και προγραμματιστές
απολαμβάνουν αποτιμήσεις
και προνόμια που μέχρι
πρόσφατα άνηκαν
αποκλειστικά σε
ολόκληρες εταιρείες.
Αυτοί οι
πόλεμοι προσφορών
βασίζονται σε δύο
παραδοχές. Η πρώτη είναι
ότι λίγοι σούπερ σταρ
συνεισφέρουν υπέρμετρα
και η δεύτερη ότι η
προσφορά τέτοιων
ταλέντων είναι σταθερή.
Η πρώτη παραδοχή είναι
βάσιμη. Οι καινοτομίες
παράγονται από μια μικρή
ελίτ: το κορυφαίο 1% των
ερευνητών παράγει πάνω
από το ένα πέμπτο των
εξελίξεων. Οι βελτιώσεις
του
James
Watt
στην ατμομηχανή
συνέβαλαν στην έναρξη
της βιομηχανικής
επανάστασης. Πιο
πρόσφατα, η μοναχική
προσπάθεια της
Katalin
Karikó
για την τεχνολογία
mRNA
άνοιξε το δρόμο για τα
εμβόλια κατά της
covid-19.
Τα άτομα μπορούν να
διευρύνουν τα όρια για
όλους.
Ωστόσο,
η δεύτερη παραδοχή είναι
πιο επισφαλής, καθώς
πολλές δυνατότητες δεν
ανθίζουν ποτέ. Η
γεωγραφία είναι το πρώτο
εμπόδιο. Περίπου το 90%
των νέων του κόσμου ζει
σε αναπτυσσόμενες χώρες,
αλλά τα βραβεία Νόμπελ
πηγαίνουν στη
συντριπτική τους
πλειοψηφία στην Αμερική,
την Ευρώπη και την
Ιαπωνία. Σύμφωνα με τον
Paul
Novosad
του
Dartmouth
College
και τους συν-συγγραφείς
του, ο μέσος βραβευμένος
γεννιέται στο 95ο
εκατοστημόριο του
παγκόσμιου εισοδήματος.
Αν και κάποια ανισότητα
είναι αναμενόμενη, η
κλίμακα υποδηλώνει ότι
πολλά ταλέντα δεν έχουν
καν την ευκαιρία να
ανθίσουν. Ομοίως, ο
Alex
Bell
του
Georgia
State
University
και οι συν-συγγραφείς
του διαπιστώνουν ότι τα
Αμερικανάκια από το
πλουσιότερο 1% των
νοικοκυριών έχουν δέκα
φορές περισσότερες
πιθανότητες να γίνουν
εφευρέτες από ό,τι
εκείνα που προέρχονται
από εισοδήματα κάτω του
μέσου όρου. Εκτιμούν ότι
η εξάλειψη των ταξικών,
έμφυλων και φυλετικών
διαφορών στην Αμερική
όσον αφορά τις
εφευρέσεις θα
τετραπλασίαζε τον αριθμό
των καινοτόμων,
αυξάνοντας απότομα τον
ρυθμό των ανακαλύψεων.
Από πού
θα πρέπει να ξεκινήσουν
οι κυβερνήσεις την
αναζήτησή τους για
ευφυΐες; Μια δελεαστική
απάντηση είναι στην
κορυφή της χοάνης,
αυξάνοντας τον αριθμό
των παιδιών που έχουν
την ευκαιρία να
αναπτύξουν τις
ικανότητές τους. Οι
καθολικές λύσεις –
βελτιωμένη διατροφή,
καλύτερα σχολεία,
ασφαλέστερες γειτονιές –
θα μπορούσαν να
βοηθήσουν, αλλά το
πρόβλημα είναι ότι,
δεδομένου του πόσο
σπάνιες είναι οι
ιδιοφυΐες, ακόμα και
όταν εντοπίζονται
καλύτερα, τέτοια
προγράμματα είναι από τη
φύση τους ελάχιστα
στοχευμένα.
Το πιο
πρακτικό που μπορούμε να
κάνουμε είναι να
εστιάσουμε εκεί που το
ταλέντο γίνεται για
πρώτη φορά ορατό: την
εφηβεία. Μέχρι αυτό το
χρονικό σημείο τα
αστέρια σίγουρα μπορούν
να εντοπιστούν, αν και
πολλά από αυτά
ξεγλιστρούν. Ο
Ruchir
Agarwal
του Πανεπιστημίου του
Χάρβαρντ και ο
Patrick
Gaule
του Πανεπιστημίου του
Μπρίστολ διαπίστωσαν ότι
οι διαγωνιζόμενοι στην
Ολυμπιάδα Μαθηματικών
από φτωχότερες χώρες που
σημειώνουν την ίδια
υψηλή βαθμολογία με τους
συνομηλίκους τους από
τις πλούσιες χώρες
δημοσιεύουν πολύ
λιγότερα ως ενήλικες και
έχουν τις μισές
πιθανότητες να
αποκτήσουν διδακτορικό
από κάποιο κορυφαίο
πανεπιστήμιο. Εν τω
μεταξύ, ο
Philippe
Aghion
του
Collège
de
France
και οι συν-συγγραφείς
του συνδέουν τις
βαθμολογίες των
φινλανδικών τεστ
«στρατολόγησης» με
στοιχεία για τις
πατέντες και
διαπιστώνουν ότι η
μετατόπιση ενός εφήβου
με υψηλές ικανότητες από
μια οικογένεια με μέσο
εισόδημα σε μια
οικογένεια με υψηλό
εισόδημα θα αύξανε
σημαντικά τις
πιθανότητές του να
εφεύρει αργότερα κάτι.
Ο
αθλητισμός δείχνει τις
δυνατότητες της
συστηματικής ανίχνευσης
ταλέντων (scouting).
Το μπέιζμπολ
πρωτοστάτησε στα
«συστήματα φάρμας» στις
αρχές του 20ού αιώνα,
στρατολογώντας εφήβους
από μικρές πόλεις και
αναπτύσσοντάς τους σε
ομάδες χαμηλότερης
κατηγορίας μέχρι να
είναι έτοιμοι για τα
μεγάλα πρωταθλήματα.
Μέχρι τα τέλη του 20ού
αιώνα, η ανίχνευση
ταλέντων είχε πάρει
παγκόσμιες διαστάσεις.
Πέρυσι, η
National
Basketball
Association
είχε ρεκόρ 125 διεθνών
παικτών από περισσότερες
από 40 χώρες – σχεδόν το
ένα τέταρτο του
πρωταθλήματος – χάρη
στις παγκόσμιες
ακαδημίες. Το αποτέλεσμα
ήταν η εκτίναξη τόσο της
ποιότητας όσο και της
ποικιλομορφίας των
αθλητών.
Κάποιες
ευφυΐες είναι εμφανείς.
Πέρυσι ο
Gukesh
Dommaraju,
ένα παιδί-θαύμα από την
Ινδία, ανακηρύχθηκε
παγκόσμιος πρωταθλητής
στο σκάκι σε ηλικία
μόλις 18 ετών, με την
άνοδό του να ενισχύεται
από μια ακμάζουσα εθνική
σκακιστική σκηνή.
Νωρίτερα φέτος, η
Hannah
Cairo,
μια 17χρονη που μεγάλωσε
στις Μπαχάμες, ξάφνιασε
τους μαθηματικούς
καταρρίπτοντας την
εικασία
Mizohata-Takeuchi,
ένα πρόβλημα που
αντιστεκόταν στη λύση
του για δεκαετίες. Άλλες
προοπτικές μπορούν να
εντοπιστούν σε
διαγωνισμούς όπως οι
Ολυμπιάδες, οι οποίες
αποτελούν εντυπωσιακά
καλούς προγνωστικούς
δείκτες της μελλοντικής
επιτυχίας. Ένας στους 40
νικητές ενός χρυσού
μεταλλίου στη Διεθνή
Μαθηματική Ολυμπιάδα
εξασφαλίζει ένα μεγάλο
επιστημονικό βραβείο, 50
φορές το ποσοστό των
προπτυχιακών φοιτητών
του Τεχνολογικού
Ινστιτούτου της
Μασαχουσέτης (βλ.
διάγραμμα). Ο
Guido
van
Rossum,
χάλκινος νικητής,
δημιούργησε τη γλώσσα
προγραμματισμού
Python.
Οι μισοί από τους
ιδρυτές της
OpenAI
συμμετείχαν σε
Ολυμπιάδες.
Ενδέχεται επίσης να
προκύψουν και νέες
ευκαιρίες ταυτοποίησης.
Η τεχνητή νοημοσύνη, για
παράδειγμα, δημιουργεί
νέους δικούς της
δείκτες. Ένα πρόσφατο
έγγραφο του
Aaron
Chatterji
της
OpenAI
και των συν-συγγραφέων
του δείχνει ότι το ένα
δέκατο των ενηλίκων στον
κόσμο έχει
χρησιμοποιήσει το
ChatGPT,
ενώ σχεδόν τα μισά από
όλα τα μηνύματα
προέρχονται από άτομα
ηλικίας 25 ετών ή
νεότερα. Τέτοια ψηφιακά
ίχνη θα μπορούσαν με τον
καιρό να αποκαλύψουν
μοτίβα πρωτοτυπίας ή
επιμονής. Μια
συστηματική προσπάθεια
ενσωμάτωσης ανιχνευτών –
σε σχολεία,
διαγωνισμούς, ακόμα και
στο διαδίκτυο – θα
μπορούσε να διευρύνει το
δίχτυ, βοηθώντας στον
έγκαιρο εντοπισμό των
πραγματικά ταλαντούχων.
Ωστόσο,
η εύρεση μιας ιδιοφυίας
δεν σχετίζεται μόνο με
την ανακάλυψη.
Σχετίζεται και με την
ανάπτυξη. Οι ιδιοφυΐες
χρειάζονται μέντορες που
μπορούν να ακονίσουν την
ακατέργαστη ικανότητα
και να ανοίξουν πόρτες.
Ο
John
von
Neumann,
ένας πολυμαθής ουγγρικής
καταγωγής, διδάχτηκε
εντατικά στη Βουδαπέστη
και αργότερα
καθοδηγήθηκε από τον
Gábor
Szego,
έναν μαθηματικό, ο
οποίος φέρεται να
δάκρυσε όταν ο 15χρονος
του εξήγησε
λεπτομερέστερα έναν
μαθηματικό λογισμό.
Ευτυχώς, οι μέντορες δεν
χρειάζεται να είναι οι
ίδιοι ιδιοφυΐες. Η
έρευνα του
Ian
Calaway
του Πανεπιστημίου του
Στάνφορντ, που βασίζεται
σε δεδομένα δεκαετιών
μαθηματικών διαγωνισμών,
δείχνει ότι όταν οι
απλοί καθηγητές
διοργανώνουν λέσχες και
διαγωνισμούς, οι
εξαιρετικοί μαθητές
είναι πολύ πιο πιθανό να
εντοπιστούν, να
φοιτήσουν σε επιλεγμένα
πανεπιστήμια και να
ακολουθήσουν ερευνητική
καριέρα. Στη
Zarzma,
μια γεωργιανή πόλη
γνωστή για το μοναστήρι
της, Ορθόδοξοι μοναχοί
δημιούργησαν μια
ακαδημία μαθηματικών που
στέλνει τώρα μαθητές σε
διεθνείς Ολυμπιάδες
νέων, συνδυάζοντας
αυστηρή διδασκαλία με
στενή καθοδήγηση.
Οι
ευφυίες χρειάζονται
επίσης πρόσβαση σε
ομάδες συνομηλίκων με
υψηλές ικανότητες. Μια
μελέτη των
Ufuk
Akcigit
του Πανεπιστημίου του
Σικάγο,
John
Grigsby
του Πανεπιστημίου του
Princeton
και
Tom
Nicholas
του
Harvard
διαπιστώνει ότι η χρυσή
εποχή της καινοτομίας
στην Αμερική
τροφοδοτήθηκε από τη
μετανάστευση: οι
εφευρέτες εγκατέλειψαν
τις πολιτείες τους
αναζητώντας πυκνότερα
δίκτυα. Ο
Thomas
Edison,
που γεννήθηκε φτωχός
στην επαρχία του Οχάιο,
μετακόμισε στο Νιου
Τζέρσεϊ για να χτίσει το
εργαστήριο
Menlo
Park,
όπου οι εφευρέτες
μπορούσαν να
συνεργαστούν. Στο Ταμίλ
Ναντού της Ινδίας, το
σκάκι έχει ριζώσει τόσο
βαθιά που το κρατίδιο
παράγει πλέον, χάρη στον
τοπικό ανταγωνισμό και
την προπόνηση,
grandmasters
με ρυθμούς που δεν
υπάρχουν πουθενά αλλού
στη χώρα. Χωρίς πρόσβαση
σε ισχυρότερα
οικοσυστήματα, το
ακατέργαστο ταλέντο θα
δυσκολευτεί να ανθίσει.
Όπως το θέτει ο
Tyler
Cowen
του Πανεπιστημίου
George
Mason:
«Δεν μπορείς να
προσλάβεις έναν οδηγό
στο Τόγκο, και χωρίς
συγκείμενο και να πεις:
«Είσαι μια αόρατη
ιδιοφυΐα». Το ελάχιστο
που πρέπει κάνεις είναι
να φέρεις το ταλέντο από
το Τόγκο στη Νιγηρία».
Τα
κορυφαία πανεπιστήμια
παραμένουν κρίσιμες
πύλες εισόδου ταλέντων,
αλλά τα κίνητρά τους
είναι στρεβλά. Οι
υποτροφίες για
εξαιρετικούς ξένους
φοιτητές είναι
ελάχιστες. Στη Βρετανία,
για παράδειγμα, το
Πανεπιστήμιο του
Κέιμπριτζ προσφέρει
περίπου 600 βραβεία
ετησίως για
περισσότερους από 24.000
διεθνείς φοιτητές. Στην
Αμερική, μόνο μια πολύ
μικρή χούφτα
πανεπιστημίων –
συμπεριλαμβανομένων του
Χάρβαρντ, του ΜΙΤ, του
Πρίνστον και του Γέιλ –
είναι καθαρά αξιοκρατικά
και καλύπτουν όλα τα
έξοδα για τους
αλλοδαπούς. Αλλά, ακόμα
και σε αυτά τα ιδρύματα
μόνο μερικές εκατοντάδες
διεθνείς προπτυχιακοί
φοιτητές λαμβάνουν
σημαντική βοήθεια κάθε
χρόνο. Στα περισσότερα
άλλα, οι διεθνείς
υποψήφιοι
αντιμετωπίζονται
λιγότερο ως μελλοντικοί
καινοτόμοι και
περισσότερο ως πληρωτές
διδάκτρων, μια πρακτική
με ατυχείς συνέπειες. Αν
και τα δύο τρίτα των
συμμετεχόντων στην
Ολυμπιάδα από φτωχότερες
χώρες θα ήθελαν να
σπουδάσουν στην Αμερική,
μόνο το ένα τέταρτο
κατορθώνει να το κάνει.
Σύμφωνα με μια εκτίμηση,
η διευκόλυνση της
μετανάστευσης με την
άρση των οικονομικών
εμποδίων γι’ αυτούς τους
φοιτητές θα αύξανε την
επιστημονική παραγωγή
των μελλοντικών ομάδων
κατά 50%.
Οι
κυβερνήσεις έχουν κατά
καιρούς καταβάλει
προσπάθειες για τον
εντοπισμό και την
καλλιέργεια ταλέντων, αν
και σπάνια σε κλίμακα. Η
αμερικανική
Works
Progress
Administration,
που ξεκίνησε κατά τη
διάρκεια της οικονομικής
κρίσης, έδωσε σε
άνεργους καλλιτέχνες
υποτροφίες, στούντιο και
χώρους παραστάσεων,
λειτουργώντας ουσιαστικά
ως δίκτυο ανίχνευσης
ταλέντων. Υποστήριξε
προσωπικότητες όπως ο
Ralph
Ellison,
συγγραφέας του «Αόρατου
Ανθρώπου», και ο
Jackson
Pollock,
εξπρεσιονιστής ζωγράφος.
Η Σιγκαπούρη, παρά την
άκαμπτη γραφειοκρατία
της, έχει καταφέρει τα
τελευταία χρόνια να
ξεχωρίσει στην ανάδειξη
ταλέντων. Το αυστηρό
σύστημα εθνικών
εξετάσεων τροφοδοτεί ένα
δίκτυο υποτροφιών που
διαχειρίζεται η Επιτροπή
Δημοσίων Υπηρεσιών. Μέσα
από αυτό, οι καλύτεροι
φοιτητές στέλνονται σε
κορυφαία πανεπιστήμια
του εξωτερικού, με την
προϋπόθεση ότι,
επιστρέφοντας, θα
προσφέρουν για αρκετά
χρόνια τις γνώσεις και
τις δεξιότητές τους στη
δημόσια διοίκηση της
χώρας.
Ωστόσο,
σήμερα είναι κυρίως
φιλάνθρωποι και
φιλανθρωπικά ιδρύματα
που εντοπίζουν και
καλλιεργούν τα αστέρια.
Το
Global
Talent
Fund,
που ιδρύθηκε από τους
κ.κ.
Agarwal
και
Gaule,
εντοπίζει τους
Ολυμπιονίκες από όλο τον
κόσμο και χρηματοδοτεί
τις σπουδές τους σε
κορυφαία πανεπιστήμια.
Ανάμεσα στην πρώτη του
ομάδα το 2024 ήταν και ο
κ.
Macic,
ο νεαρός Βόσνιος που
κάποτε είχε κολλήσει στο
Σεράγεβο. Τώρα σπουδάζει
μαθηματικά και
πληροφορική στην
Οξφόρδη. Τα πρώτα
αποτελέσματα είναι
ενθαρρυντικά. Ο
Imre
Leader,
καθηγητής στο Κέιμπριτζ,
εξέταζε τους φοιτητές
του με έναν γρίφο:
Μπορεί ένα τρίγωνο να
χωριστεί σε μικρότερα
τρίγωνα, χωρίς να είναι
δυο του ίδιου μεγέθους;
Οι περισσότεροι από τους
καλύτερους φοιτητές του
παλεύουν για εβδομάδες
με το ερώτημα. Ίσως ένας
να καταφέρνει να το
λύσει κάθε χρόνο. Ένας
από τους πρωτοετείς του
Fund
το έλυσε με μια απόδειξη
που ο κ.
Leader
δεν είχε δει ποτέ.
Άλλα
συστήματα ακολουθούν
διαφορετικές
προσεγγίσεις. Το
Rise,
το οποίο υποστηρίζεται
από την
Schmidt
Futures
και το
Rhodes
Trust,
διεξάγει έναν παγκόσμιο
διαγωνισμό για εφήβους,
επιλέγοντας τους νικητές
μέσω διαγωνισμών
παρουσίασης
project
και προσφέροντας
υποτροφίες, καθοδήγηση
και αρχική χρηματοδότηση
για εγχειρήματα όπως
τρισδιάστατα εκτυπωμένα
προσθετικά χέρια που
ελέγχονται από το μυαλό.
Η Αμερικανική Εταιρεία
Επιστημών επιβλέπει το
Regeneron
Science
Talent
Search,
τον πιο διάσημο
επιστημονικό διαγωνισμό
της χώρας για τα λύκεια,
ο οποίος προσελκύει κάθε
χρόνο περίπου 2.000
συμμετέχοντες που
υποβάλουν πρωτότυπη
έρευνα. Στους
παλαιότερους φιναλίστ
περιλαμβάνονται ο
Frank
Wilczek
και ο
Sheldon
Glashow,
αμφότεροι νομπελίστες
φυσικοί. Το
Emergent
Ventures,
που ιδρύθηκε το 2018 από
τον κ.
Cowen,
προσφέρει μικρές
επιχορηγήσεις σε
ταλαντούχους νέους. «Τα
χρήματα βοηθούν, αλλά το
πραγματικό κλειδί είναι
να συγχρωτίσουμε τα
νεαρά ταλέντα», λέει ο
κ.
Cowen.
«Σε κάθε τομέα –
ζωγραφική, μουσική,
σκάκι, τεχνητή
νοημοσύνη- οι
ομαδοποιήσεις είναι
πανταχού παρούσες».
Τέτοιες
προσπάθειες δεν
κοστίζουν ακριβά. Οι
κυβερνήσεις θα μπορούσαν
εύκολα να τις
αντιγράψουν – και
μάλιστα σε πολύ
μεγαλύτερη κλίμακα. Οι
χώρες που κινητοποιούν
το ταλέντο τείνουν να
κερδίζουν στρατηγικούς
αγώνες. Τα επιστημονικά
επιτεύγματα της
Αμερικής, από το Σχέδιο
Μανχάταν μέχρι το
Apollo,
συχνά βασίστηκαν στη
σκόπιμη πρόσληψη ξένων
επιστημόνων. Στις
δεκαετίες του 1940 και
1950, η Επιχείρηση
Paperclip,
για παράδειγμα, έφερε
περισσότερους από 1.500
Γερμανούς ερευνητές.
Σήμερα, όμως, η
ικανότητα της Αμερικής
να στρατολογεί βρίσκεται
υπό πίεση, καθώς όλο και
περισσότεροι νέοι
επιστήμονες
κατευθύνονται στην
Αυστραλία, τη Γερμανία
και τον Κόλπο. Το
προτεινόμενο τέλος
H-1B
ύψους 100.000 δολαρίων
του προέδρου
Donald
Trump
θα μπορούσε να κάνει την
πρόσληψη ακόμα
δυσκολότερη. Από την
πλευρά της, η Κίνα
καλλιεργεί ταλέντα σε
κλίμακα. Αυτή τη στιγμή
παράγει πολύ
περισσότερους απόφοιτους
θετικών επιστημών από
την Αμερική, και το ένα
τέταρτο των κορυφαίων
ερευνητών τεχνητής
νοημοσύνης στον κόσμο.
Ωστόσο, δυσκολεύεται να
διατηρήσει πολλούς από
τους πιο έξυπνους, οι
οποίοι εξακολουθούν να
αναζητούν στο εξωτερικό
διδακτορική εκπαίδευση
και θέσεις εργασίας.
Το
διακύβευμα ξεπερνά τα
όρια της γεωπολιτικής. Η
άρση των φραγμών στην
καλλιέργεια και
αξιοποίηση ταλέντων θα
μπορούσε να
πολλαπλασιάσει τη διεθνή
δεξαμενή καινοτόμων
μυαλών. Η απελευθέρωση
αυτού του δυναμικού θα
επιτάχυνε την ανακάλυψη
νέων θεραπειών, θα έδινε
ώθηση στην πράσινη
μετάβαση και θα άνοιγε
νέους δρόμους για την
τεχνητή νοημοσύνη. Το
αποτέλεσμα; Κοινωνίες
υγιέστερες, καθαρότερες,
πιο ευημερούσες. Στον
πυρήνα του προβλήματος,
το χαμένο ταλέντο
παραμένει ίσως η πιο
υποτιμημένη, αλλά και
πιο ισχυρή, μηχανή
προόδου που διαθέτει ο
κόσμος.
Πηγή:
The Economist
|