|
Δύο
παραδείγματα
Η
Microsoft το έκανε
πέρυσι με την Inflection
AI, προσλαμβάνοντας τον
διευθύνοντα σύμβουλό
της, Μουσταφά Σουλεϊμάν,
για να αναλάβει το
Copilot AI, και κατέβαλε
στην εταιρία 650 εκατ.
δολάρια για άδεια χρήσης
τεχνολογιών της. Η Meta
το έκανε τον Ιούνιο με
τη Scale AI, εταιρεία
εξειδικευμένη στην
επισήμανση δεδομένων
τεχνητής νοημοσύνης,
προτείνοντας επένδυση
14,8 δισ. δολαρίων με
αντάλλαγμα τον
CEO, Αλεξάντρ Γουάνγκ,
και μια ομάδα
εργαζομένων της Scale.
Τέτοιες
κινήσεις εξυπηρετούν τις
ανάγκες των κορυφαίων
τεχνολογικών εταιρειών
στη σημερινή συγκυρία.
Οι προσλήψεις
συμφωνούνται γρήγορα εν
μέσω της κούρσας
τεχνητής νοημοσύνης, την
οποία οι εταιρείες
βλέπουν ως μία από αυτές
τις ευκαιρίες που
παρουσιάζονται μόνο μία
φορά ανά γενιά. Είναι
σχετικά απλές: οι
εταιρείες παίρνουν τα
ταλέντα και την
τεχνολογία που θέλουν
χωρίς τον πονοκέφαλο της
ενσωμάτωσης που
ακολουθεί μια εξαγορά.
Και το σημαντικότερο,
ίσως, είναι ότι αυτές οι
συμφωνίες δεν απαιτούν
την έγκριση των
ρυθμιστικών αρχών, σε
μια εποχή στην οποία
όλες οι εταιρείες
βρίσκονται υπό κάποιον
αντιμονοπωλιακό έλεγχο.
Υπάρχουν
όμως κίνητρα και για την
πλευρά των startups. Οι
«κλεμμένοι» ερευνητές
λαμβάνουν σε ορισμένες
περιπτώσεις αμοιβές
επιπέδου επαγγελματιών
αθλητών. Οι χρηματοδότες
επιχειρηματικών
κεφαλαίων, λένε στελέχη
του κλάδου, κατά κανόνα
δεν πετυχαίνουν μεγάλες
αποδόσεις από αυτές τις
συμφωνίες αλλά δεν
βγαίνουν και ζημιωμένοι.
Το
πρόβλημα είναι ότι αυτές
οι κινήσεις αμφισβητούν
τα πολιτισμικά θεμέλια
της Σίλικον Βάλεϊ. Η
βασική συνθήκη στις
επενδύσεις της Σίλικον
Βάλεϊ ανέκαθεν ήταν η
ανάληψη τεράστιου ρίσκου
με την ελπίδα για εξίσου
τεράστια κέρδη. Οι
περισσότερες startups
αποτυγχάνουν, αλλά όσες
πετυχαίνουν είναι πιθανό
να έχουν τεράστια
επιτυχία, αποφέροντας
στα επενδυτικά κεφάλαια
εκατονταπλάσιες ή και
ακόμη μεγαλύτερες
αποδόσεις και κάνοντας
τους εργαζομένους –
πολλοί εκ των οποίων
δελεάζονται από την
υπόσχεση παραχώρησης
μετοχών – πλούσιους. Για
τους απλούς εργαζομένους
των startups οι οποίες
στηρίζονται σε
επενδυτικά κεφάλαια,
ωστόσο, είναι μια
ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη
υπόθεση. Η καριέρα τους
εξαρτάται από την πορεία
μιας μόνο εταιρείας και
όχι από την απόδοση ενός
διαφοροποιημένου σε
πολλές επιχειρήσεις
χαρτοφυλακίου, όπως στην
περίπτωση των επενδυτών.
Τα
κλάματα του προσωπικού
Ωστόσο,
για πολλούς εργαζομένους
σε startups, οι οποίες
«αδειάζουν» μέσω
αντίστροφων acquihire ή
που μένουν εκτός του
σαφάρι προσλήψεων στο
οποίο επιδίδονται οι Big
Tech, τα κέρδη δεν
υπήρξαν και πολύ
σημαντικά. Οταν η Google
έκανε φύλλο και φτερό
μια startup που
ονομάζεται Windsurf με
μια συμφωνία 2,4 δισ.
δολαρίων τον Ιούλιο,
μερικά από τα μέλη του
προσωπικού που έμειναν
πίσω ξέσπασαν σε κλάματα
στα γραφεία της
εταιρείας. Ο,τι είχε
απομείνει από αυτή
απορροφήθηκε γρήγορα από
μια άλλη startup
τεχνητής νοημοσύνης,
αλλά είναι σχεδόν βέβαιο
ότι οι συγκεκριμένοι
εργαζόμενοι δεν πήραν τα
οικονομικά ανταλλάγματα
που περίμεναν. Πριν από
τη συμφωνία με την
Google, η OpenAI
βρισκόταν σε συζητήσεις
για να αποκτήσει τη
Windsurf έναντι 3 δισ.
δολαρίων, σε μια τυπική
εξαγορά της Σίλικον
Βάλεϊ.
Το
γεγονός ότι μια ομάδα
εργαζομένων στην
τεχνολογία χάνει μια
ευκαιρία για αξιόλογο
οικονομικό κέρδος μπορεί
να μη φαίνεται ιδιαίτερα
σημαντικό. Ομως η μηχανή
καινοτομίας της Σίλικον
Βάλεϊ λειτουργεί μόνο αν
διαθέτει μια στρατιά
ανθρώπων για να κινούν
τα γρανάζια της. Οι
άνθρωποι αυτοί δεν είναι
οι ιδρυτές ή οι
κορυφαίοι ερευνητές·
είναι οι υπάλληλοι που
εργάζονται στις
πωλήσεις, στο
μάρκετινγκ, στη
διαχείριση ανθρώπινου
δυναμικού ή που
αποτελούν μέλη μεγάλων
ομάδων μηχανικών. Και
αυτοί είναι οι χαμένοι
της υπόθεσης.
Ο
παράγοντας εμπιστοσύνη
«Υπάρχει
ένας μεγάλος αριθμός
εργαζομένων που έχει
πιστέψει σε αυτό το
σύστημα. Η ιστορία και η
παράδοση λένε: Ερχεσαι
εδώ, προσπαθείς να
φτιάξεις κάτι που να
έχει αξία και, αν
πετύχει, όλοι βγαίνουν
κερδισμένοι» λέει ο Τζον
Σακόντα, ιδρυτικός
εταίρος της επενδυτικής
Decibel. «Αν νόμιζες ότι
είχες μερίδιο σε μια
εταιρεία και
αποδεικνύεται ότι δεν
έχεις, χάνεται η
εμπιστοσύνη».
Αν η
τάση του αντίστροφου
acquihire συνεχιστεί,
είναι λογικό πολλοί, που
άλλοτε θα ήταν αρκετά
τολμηροί ώστε να μπουν
σε μια ριψοκίνδυνη
startup, να αρχίσουν να
δίνουν μεγαλύτερο βάρος
σε άλλες επιλογές τους.
Ισως να επιλέξουν να
πάνε κατευθείαν στις
μεγάλες τεχνολογικές
εταιρείες – κάτι που
μπορεί να αποτελεί
ασφαλέστερη διαδρομή για
τους ίδιους, αλλά κάνει
ρηχότερη τη δεξαμενή
διαθέσιμου ταλέντου για
τις startups.
Οι
τακτικές προσλήψεων των
Big Tech μπορεί τελικά
να αποδειχθούν
προβληματικές όχι μόνο
για τις επενδυτικές
εταιρείες και τις
startups, αλλά και για
τους ίδιους τους
τεχνολογικούς κολοσσούς.
Από το 2020, η
Microsoft, η Alphabet, η
Meta και η Amazon έχουν
εξαγοράσει συνολικά
περισσότερες από 100
εταιρείες και έχουν
επενδύσει σε εκατοντάδες
ακόμη, σύμφωνα με
στοιχεία της Dealogic.
Το
Android δεν ήταν κομμάτι
της καθημερινότητάς μας
όταν η Google πλήρωσε 50
εκατ. δολάρια για αυτό
το 2005, αλλά τώρα έχει
γίνει το επίκεντρο της
στρατηγικής της
εταιρείας στα κινητά. Η
εξαγορά της Annapurna
Labs από την Amazon
έναντι 350 εκατ.
δολαρίων το 2015 έθεσε
τα θεμέλια για την
ευρείας κλίμακας
δραστηριοποίηση της
εταιρείας στα
προσαρμοσμένα τσιπ
(custom chips).
Είναι
αρκετά ξεκάθαρο γιατί οι
μεγάλες τεχνολογικές
εταιρείες χρησιμοποιούν
την τρέχουσα στρατηγική
τους στην τρέλα της
τεχνητής νοημοσύνης.
Ωστόσο, κάθε φορά που το
κάνουν, διαβρώνουν
εκείνη ακριβώς την
κουλτούρα των startups
που έκανε τη Σίλικον
Βάλεϊ ασυναγώνιστη πηγή
τεχνολογικής
καινοτομίας.
Πηγή:
The Wall Street Journal
|