|
«Ο
κόσμος έχει την αίσθηση
ότι η αμερικανική
κυβέρνηση λειτουργεί
χωρίς πυξίδα», σχολίασε
ο Mark Blyth, πολιτικός
οικονομολόγος και
συγγραφέας στο Brown
University. Η
αβεβαιότητα γύρω από τη
διακυβέρνηση της
μεγαλύτερης οικονομίας
του κόσμου ήταν, σύμφωνα
με τον ίδιο, μεταξύ των
βασικών αιτιών της
πρόσφατης πτώσης στις
τιμές των ομολόγων. Όταν
οι επενδυτές πουλούν
μαζικά τα ομόλογά τους,
το Υπουργείο Οικονομικών
αναγκάζεται να προσφέρει
υψηλότερα επιτόκια για
να βρει αγοραστές –
γεγονός που οδηγεί σε
αυξήσεις επιτοκίων σε
όλη την οικονομία,
επιβαρύνοντας στεγαστικά
και καταναλωτικά δάνεια.
Την
προηγούμενη εβδομάδα, η
απόδοση του 10ετούς
αμερικανικού ομολόγου –
σημείο αναφοράς για τις
παγκόσμιες αγορές –
εκτινάχθηκε από κάτω του
4% στο 4,5%,
καταγράφοντας τη
μεγαλύτερη άνοδο των
τελευταίων 25 ετών.
Παράλληλα, το δολάριο
υποχωρεί, παρότι οι
δασμοί θεωρητικά θα
έπρεπε να το ενισχύουν.
Πέρα από
την πολιτική, το
ξεπούλημα στα ομόλογα
επηρεάζεται και από
τεχνικούς παράγοντες.
Hedge funds και άλλοι
παίκτες της αγοράς
εγκαταλείπουν πολύπλοκες
στρατηγικές που
στηρίζονται στις
αποκλίσεις μεταξύ τιμών
και προσδοκιών.
Κερδοσκόποι ξεπουλούν
ομόλογα για να
συγκεντρώσουν
ρευστότητα, λόγω της
πτώσης στις μετοχές και
του φόβου χρεοκοπιών.
Κάποιοι φοβούνται πως
ακόμη και η Κεντρική
Τράπεζα της Κίνας –
κάτοχος 761 δισ.
δολαρίων σε
αμερικανικούς τίτλους –
ενδέχεται να προχωρεί σε
ρευστοποιήσεις ως
αντίποινα στους
αμερικανικούς δασμούς.
Εδώ και
χρόνια, οικονομολόγοι
προειδοποιούσαν ότι η
ξαφνική απροθυμία των
ξένων να διακρατούν
αμερικανικό χρέος θα
μπορούσε να οδηγήσει σε
αιφνίδια αύξηση των
επιτοκίων, με
αποσταθεροποιητικές
συνέπειες. Αυτή η στιγμή
ίσως έχει ήδη φτάσει.
Για τις ΗΠΑ, αυτό
συνιστά απώλεια ενός
σημαντικού συγκριτικού
πλεονεκτήματος: η
ιδιότητά τους ως
«ασφαλές καταφύγιο»
επέτρεπε στη χώρα να
δανείζεται φθηνά. Αυτό
μείωνε το κόστος των
στεγαστικών, των
πιστωτικών καρτών και
των καταναλωτικών
δανείων, ενισχύοντας την
κατανάλωση.
Ταυτόχρονα, οι ξένες
τοποθετήσεις σε
δολαριακά περιουσιακά
στοιχεία ενίσχυαν το
νόμισμα, καθιστώντας τις
εισαγωγές φθηνότερες.
Πολλοί, ωστόσο,
υποστήριζαν ότι αυτό το
οικονομικό μοντέλο είναι
μη βιώσιμο: η εξάρτηση
από ξένα κεφάλαια και οι
φθηνές εισαγωγές
αποδυνάμωσαν τη
βιομηχανική βάση των
ΗΠΑ, δίνοντας στους
Κινέζους το προβάδισμα
σε κρίσιμους τομείς και
καθιστώντας τις ΗΠΑ
εξαρτημένες από έναν
στρατηγικό αντίπαλο.
Οι
οικονομολόγοι που
ασκούσαν κριτική σε αυτό
το μοντέλο, ζητούσαν μια
σταδιακή μετάβαση μέσω
βιομηχανικής πολιτικής
και στοχευμένων
επενδύσεων. Μια τέτοια
στρατηγική απαιτεί όμως
σταθερότητα και
προβλεψιμότητα –
στοιχεία που απουσίαζαν
από την προσέγγιση
Τραμπ. Εκείνος απηύθυνε
τελεσίγραφα στις
επιχειρήσεις, καλώντας
τις να επιστρέψουν τη
βιομηχανία στις ΗΠΑ και
προώθησε τον πιο έντονο
προστατευτισμό του
τελευταίου αιώνα.
Ακόμη
και όταν ο Λευκός Οίκος
απέσυρε τους
περισσότερους δασμούς
για όλους τους
εμπορικούς εταίρους
εκτός της Κίνας, η
κίνηση δεν κατόρθωσε να
άρει την αίσθηση ότι οι
ΗΠΑ εισέρχονται σε μια
νέα εποχή αστάθειας και
απρόβλεπτων κινήσεων
στις παγκόσμιες αγορές.
Η οργή
των
αποβιομηχανοποιημένων
περιοχών συνέβαλε στην
άνοδο του Τραμπ,
καθορίζοντας την πορεία
της εμπορικής πολιτικής.
Όμως, οι οικονομολόγοι
προειδοποιούν ότι ο
εμπορικός πόλεμος μπορεί
να πλήξει περαιτέρω τη
βιομηχανία: εργοστάσια
που εξαρτώνται από
εισαγόμενα εξαρτήματα
κινδυνεύουν με
συρρίκνωση, ενώ οι
δασμοί εφαρμόστηκαν με
τρόπο που χαρακτηρίζεται
αυθαίρετος.
«Αυτό
που αποδοκίμασαν οι
αγορές ήταν η έλλειψη
λογικής και συνοχής
στους υπολογισμούς των
δασμών», σημείωσε ο
νομπελίστας
οικονομολόγος του MIT,
Simon Johnson. «Έδειχνε
να μην υπάρχει σχέδιο –
και κανένα ενδιαφέρον
για το αποτέλεσμα. Είναι
ένα πρωτοφανές επίπεδο
τρέλας».
Πηγή: The New York Times
|