|
Από την
άλλη πλευρά, ιδίως κατά
τα πρώτα χρόνια
λειτουργίας του
προγράμματος και μέχρι
να ψηφιστούν οι
απαιτούμενες βελτιώσεις,
υπήρξαν περιπτώσεις
έντονων στρεβλώσεων. Για
παράδειγμα, γνωστή ήταν
η πρακτική των μεγάλων
«καπέλων» στις τιμές
πώλησης που έβαζαν
διάφοροι επιτήδειοι
παραμεσίτες και
τυχοδιώκτες, Ελληνες και
ξένοι. Οι μεσάζοντες
αυτοί ουσιαστικά
εξαπατούσαν τους
συμπατριώτες τους,
πουλώντας τους ελληνικά
ακίνητα με διογκωμένες
αξίες και την υπόσχεση
μελλοντικών υπεραξιών,
οι οποίες όμως δύσκολα
θα προκύψουν όταν
αποκτώνται ακίνητα για
250.000 ευρώ, τη στιγμή
που η εύλογη αξία τους
ήταν πολύ χαμηλότερη,
π.χ. 70.000-80.000 ευρώ,
τη στιγμή της αγοράς
τους.
Ενδεικτικό της
«βιομηχανίας» που είχε
στηθεί ήταν ότι οι εν
λόγω μεσίτες ή τα
τουριστικά γραφεία έχουν
εξασφαλίσει ακόμα και
πληρεξούσια από τους
ενδιαφερόμενους
αγοραστές/επενδυτές, με
αποτέλεσμα συχνά να
είναι ακόμα ευκολότερη η
εξαπάτηση των πελατών
τους, καθώς μπορούσαν να
λειτουργήσουν με ακόμα
μεγαλύτερη ευελιξία κι
ελευθερία κινήσεων. Αλλη
μία «τρύπα» του
προγράμματος αφορούσε τη
διαδρομή του χρήματος.
Μέχρι να θεσπιστεί, το
2018, η υποχρέωση αγοράς
των ακινήτων μέσω
δίγραμμης τραπεζικής
επιταγής ή/και με
απευθείας κατάθεση του
ποσού στον τραπεζικό
λογαριασμό του πωλητή,
παρατηρήθηκαν
περιστατικά με πληρωμές
σε μετρητά, ή ακόμα και
μέσω φορητών
POS
που συνδέονταν απευθείας
με λογαριασμούς π.χ.
στην Κίνα.
Πάντως,
θα πρέπει να σημειωθεί
ότι τελικά η «ζημιά» που
προκάλεσε το πρόγραμμα
στις τιμές ήταν μάλλον
περιορισμένη. Αυτό
αποδεικνύεται από το
ότι, ακόμα και μετά τις
αλλαγές που έχουν
σημειωθεί στο πρόγραμμα,
οι τιμές πώλησης και
ενοικίασης έχουν
συνεχίσει την έντονα
ανοδική πορεία τους,
τόσο στις περιοχές όπου
τέθηκαν νέα, υψηλότερα
όρια (π.χ. κέντρο
Αθήνας, νότια και βόρεια
προάστια) όσο και στις
υπόλοιπες. Για
παράδειγμα, στο κέντρο
της Αθήνας η μέση
ζητούμενη τιμή κατά το
φετινό τρίτο τρίμηνο
άγγιξε τα 2.450
ευρώ/τ.μ., σημειώνοντας
αύξηση κατά 12% σε σχέση
με την ίδια περυσινή
περίοδο και κατά 57% από
το 2020.
Αντιστοίχως, στα δυτικά
προάστια, όπου δεν έχουν
αποκτηθεί κατοικίες μέσω
golden
visa,
οι ζητούμενες τιμές
έχουν αυξηθεί κατά 12,5%
τον τελευταίο χρόνο και
63% από το 2020, με
αποτέλεσμα να ανέρχονται
πλέον σε 2.155 ευρώ/τ.μ.
Είναι λοιπόν εμφανές ότι
το πρόβλημα της αγοράς
κατοικίας, ειδικά στην
Αττική, οφείλεται στη
δραματική έλλειψη
κατοικιών σε σχέση με
τις ανάγκες που
υπάρχουν.
Στο
πλαίσιο αυτό, θα είναι
ενδιαφέρον να καταγραφεί
ποια θα είναι η πορεία
των τιμών και τους
επόμενους μήνες. Ηδη,
πάντως, το νέο,
υψηλότερο ελάχιστο ύψος
επένδυσης των 800.000
ευρώ έχει αρχίσει να
περιορίζει τον αριθμό
των νέων αιτήσεων. Με
βάση τα τελευταία
στοιχεία του υπ.
Μετανάστευσης και
Ασύλου, τον φετινό
Σεπτέμβριο κατεγράφη
πτώση κατά 49,7% του
αριθμού των αιτήσεων
χορήγησης αδείας
διαμονής σε σχέση με τον
αντίστοιχο μήνα του
2024, καθώς υποβλήθηκαν
392 αιτήσεις, έναντι 780
τον ίδιο μήνα του
προηγούμενου έτους.
Συνολικά
το φετινό εννεάμηνο
έχουν υποβληθεί 5.747
αιτήσεις, έναντι 6.108
αιτήσεων (-6%) την ίδια
περίοδο του 2024. Εφόσον
διατηρηθεί, όπως
αναμένεται, ο τρέχων
ρυθμός υποχώρησης των
νέων αιτήσεων, φαίνεται
πως το 2025 θα
σηματοδοτήσει το πρώτο
έτος εξομάλυνσης και
εξορθολογισμού του
τρόπου λειτουργίας του
προγράμματος, έπειτα από
«ξέφρενη» πορεία τη
διετία 2023-2024, την
οποία προκάλεσαν οι
διαδοχικές αλλαγές της
νομοθεσίας και οι
αυξήσεις των ελάχιστων
ορίων επένδυσης
προκειμένου κάποιος να
εξασφαλίσει την άδεια
διαμονής. Από την έναρξη
του προγράμματος και
μέχρι τον φετινό
Σεπτέμβριο είχαν
χορηγηθεί 18.364 αρχικές
άδειες μόνιμου επενδυτή
και άλλες 6.302
ανανεώσεις (μετά το
πέρας της πρώτης
πενταετίας), δηλαδή
συνολικά 24.666 άδειες.
Υπολογίζοντας και τον
αριθμό των εκκρεμοτήτων,
ο τελικός αριθμός
εκτιμάται ότι θα αυξηθεί
σε 36.031 άδειες
διαμονής (αρχικές και
ανανεώσεις).
|