|
Πλέον, η
UniCredit έχει ανεβάσει
τη συμμετοχή της στο
26%, περισσότερο από το
μισό μέσω παραγώγων. Με
βάση το μερίδιο αυτό, η
απόδοση της επένδυσης
υπολογίζεται στο 20%,
χάρη στο ότι η πρώτη
αγορά περίπου του 10%
έγινε όταν η μετοχή της
Alpha διαπραγματευόταν
σε πολύ χαμηλότερη τιμή.
Η UniCredit αποκομίζει
επιπλέον οφέλη από τη
συνεργασία: η Alpha
διανέμει επενδυτικά
προϊόντα του ιταλικού
ομίλου στην Ελλάδα, ενώ
η UniCredit προσφέρει
υπηρεσίες εμπορικής
χρηματοδότησης,
συναλλάγματος και
επενδυτικής τραπεζικής
σε ελληνικές
επιχειρήσεις.
Παρά τη
συνεργασία, που ήδη
αποδίδει τα περισσότερα
πλεονεκτήματα μιας
εξαγοράς, η Alpha
εξακολουθεί να αποτελεί
ελκυστικό στόχο. Σε
αντίθεση με πολλές
ευρωπαϊκές τράπεζες που
πλέον διαπραγματεύονται
με premium έναντι της
λογιστικής αξίας, η
Alpha αποτιμάται με
έκπτωση, παρότι η
απόδοση ενσώματων ιδίων
κεφαλαίων αναμένεται να
φθάσει σχεδόν το 13% το
2025 (σύμφωνα με
εκτιμήσεις Visible
Alpha).
Σε όρους
κόστους, η UniCredit
έχει δαπανήσει περίπου
1,2 δισ. ευρώ για το
26%. Η εξαγορά του
υπόλοιπου 74% στην
τρέχουσα τιμή θα κόστιζε
γύρω στα 7,1 δισ. ευρώ.
Με προβλεπόμενες
εξοικονομήσεις κόστους
150 εκατ. ευρώ, τα
καθαρά κέρδη από μια
πλήρη εξαγορά θα
ξεπερνούσαν το 1,1 δισ.
ευρώ το 2027, σύμφωνα με
εκτιμήσεις LSEG –
απόδοση που συμβαδίζει
με το όριο 15% που έχει
θέσει ο Ορσέλ για
συμφωνίες M&A. Ο
υπολογισμός αυτός
συνυπολογίζει κόστος
ενσωμάτωσης 300 εκατ.
ευρώ.
Η
πιθανότητα μιας τέτοιας
κίνησης είναι
ευνοϊκότερη σε σχέση με
τις υποθέσεις BPM και
Commerzbank, καθώς η
ελληνική κυβέρνηση έχει
υποδεχθεί θετικά την
παρουσία της UniCredit.
Επιπλέον, με τρεις
τράπεζες μεγαλύτερες από
την Alpha να
δραστηριοποιούνται στη
χώρα, δεν υφίσταται
κίνδυνος υπερβολικού
ξένου ελέγχου.
Το
ισχυρό ποσοστό και η
στενή συνεργασία με την
Alpha καθιστούν δύσκολη
την εμφάνιση
ανταγωνιστικής προσφοράς
από άλλον επενδυτή.
Έτσι, ο Ορσέλ βρίσκεται
σε πλεονεκτική θέση είτε
αποφασίσει να προχωρήσει
σε πλήρη εξαγορά είτε
διατηρήσει τη σημερινή
στρατηγική συνεργασία.
|