|
Παράλληλα, οι έντονες
ανατιμήσεις των
τελευταίων ετών σε
συνδυασμό με την έλλειψη
νέων κατασκευών έχουν
ενισχύσει τις
στρεβλώσεις στα μεγάλα
αστικά κέντρα. Ακίνητα
ηλικίας 40–50 ετών
προσφέρονται πλέον προς
πώληση άνω των
200.000 ευρώ,
με τις
250.000 ευρώ να
αποτελούν συχνά σημείο
αναφοράς. Πριν από την
εφαρμογή του
προγράμματος, τα ίδια
ακίνητα πωλούνταν
150.000–200.000 ευρώ,
ενώ σήμερα διατίθενται
κοντά στο όριο των
250.000 ευρώ,
που αποτελεί το ανώτατο
πλαφόν για επιλεξιμότητα
(«Σπίτι Μου»: μέγιστη
αξία δανείου
190.000 ευρώ).
Αυτό οδηγεί σε ακυρώσεις
συμφωνιών, καθώς οι
μηχανικοί ορισμένων
τραπεζών αποτιμούν
χαμηλότερα τα ακίνητα,
περιορίζοντας το ύψος
του δανείου.
Η
διαδικασία περιπλέκεται
ακόμη περισσότερο από
την απαραίτητη
τακτοποίηση πολεοδομικών
εκκρεμοτήτων, με
αποτέλεσμα αρκετοί
αγοραστές να
εγκαταλείπουν την
προσπάθεια. Σε συνδυασμό
με την περιορισμένη
αγοραστική δύναμη των
νοικοκυριών –ιδίως μετά
από αύξηση τιμών άνω του
90% στην Αττική
από το 2018– η κόπωση
της ζήτησης γίνεται
εμφανής.
Τα
δεδομένα αυτά
επιβεβαιώνονται και από
το
4ο Βαρόμετρο Αγοράς
Ακινήτων του
Πανεπιστημίου Μακεδονίας
(επιστημονική επιμέλεια:
επίκ. καθηγητής Γιώργος
Σιάκας), που
παρουσιάστηκε σε
εκδήλωση του επενδυτή
και αναλυτή
Ηλία Παπαγεωργιάδη.
Η έρευνα καταγράφει για
πρώτη φορά σαφή αδυναμία
της ζήτησης να
συμβαδίσει με την άνοδο
των τιμών.
Χαρακτηριστικά,
41% των
επαγγελματιών θεωρεί
πλέον τις τιμές «φούσκα»
(έναντι
16% τον Μάιο
2024), ενώ το
48,5% εκτιμά
ότι θα ακολουθήσει
σταθεροποίηση.
Ένα
ακόμη συμπέρασμα είναι
ότι οι αγοραστές είναι
πλέον λιγότεροι από τους
πωλητές. Τον Μάιο 2024,
28% των
ενδιαφερόμενων δήλωνε
αγοραστής και
9% πωλητής, ενώ
τον Νοέμβριο τα ποσοστά
υποχώρησαν σε
23% και
7% αντίστοιχα.
Σήμερα, οι υποψήφιοι
αγοραστές παραμένουν στο
23%, αλλά μόλις
το
22% σχεδιάζει
αγορά μέσα σε 12 μήνες
(από
34% έξι μήνες
πριν). Οι υπόλοιποι
αναβάλλουν για τα
επόμενα τρία χρόνια (26%)
ή για απώτερο μέλλον (51%,
έναντι
40% τον
Νοέμβριο).
Επιπλέον, οι διαθέσιμες
οικονομικές δυνατότητες
έχουν συρρικνωθεί: πριν
από έξι μήνες, το
30% των
αγοραστών διέθετε
100.000–150.000 ευρώ,
ενώ σήμερα μόλις το
24%. Αντίθετα,
το ποσοστό όσων έχουν
50.000–100.000 ευρώ
αυξήθηκε στο
36% (από
27%).
|