Μείωση της δόσης του στεγαστικού δανείου τους
για όσα νοικοκυριά δυσκολεύονται στην
εξυπηρέτηση των οφειλών τους λόγω της ανόδου των
επιτοκίων είτε με επιμήκυνση της διάρκειας του
δανείου είτε μέσα από ειδική ρύθμιση επιδότησης
της αύξησης της δόσης με τη συνδρομή και του
κράτους θα προβλέπει το πακέτο μέτρων που θα
προτείνουν οι τράπεζες στο υπουργείο Οικονομικών.
Η επόμενη συνάντηση
μεταξύ των διοικήσεων
των ελληνικών τραπεζών
και της ηγεσίας του
υπουργείου Οικονομικών
έχει οριστεί για αυτή
την Πέμπτη και σύμφωνα με
πληροφορίες της «Κ» οι
τράπεζες θα θέσουν στο
τραπέζι τις δυνατότητες
ρυθμίσεων που θα
προσφέρουν στους πελάτες
τους από την αρχή του
χρόνου με μείωση της
δόσης για ένα
συγκεκριμένο χρονικό
διάστημα και επιμήκυνση
της διάρκειας του
δανείου ή κεφαλαιοποίηση
των τόκων για την
περίοδο μετά τη ρύθμιση.
Σύμφωνα με τις ίδιες
πληροφορίες, οι τράπεζες
είναι διατεθειμένες να
προωθήσουν μέτρα που δεν
θα μειώνουν την καθαρή
παρούσα αξία των οφειλών
που έχουν στο
χαρτοφυλάκιό τους σε
βάθος χρόνου, καθώς σε
διαφορετική περίπτωση θα
πρέπει να οδηγηθούν σε
αναταξινόμηση των
ενήμερων στεγαστικών
δανείων και να πάρουν
αυξημένες προβλέψεις,
προκειμένου να καλύψουν
τη ζημία που θα προκύψει.
Εναλλακτική λύση
είναι η μείωση της δόσης
ενός στεγαστικού δανείου
με επιμερισμό της ζημίας
και την ανάληψη μέρους
του κόστους και από το
κράτος, καλύπτοντας ένα
τμήμα της αύξησης της
δόσης του δανείου λόγω
της ανόδου των επιτοκίων
μέσω επιδότησης. Τα
μέτρα θα πρέπει να
στοχεύουν σε
συγκεκριμένες κατηγορίες
δανειοληπτών που έχουν
πραγματικό πρόβλημα και
όχι στο σύνολο του
στεγαστικού
χαρτοφυλακίου που
φαίνεται ότι
εξυπηρετείται κανονικά,
χωρίς προς το παρόν να
υπάρχουν σοβαρές
ενδείξεις αθέτησης.
Σύμφωνα με τις
τράπεζες, τα μέτρα που
θα συναποφασιστούν θα
πρέπει να αφορούν τα
ευάλωτα νοικοκυριά, όχι
κατ’ ανάγκη με τα
αυστηρά κριτήρια που
ορίζει ο νόμος, αλλά όσα
νοικοκυριά είναι «ευαίσθητα»
στην άνοδο των επιτοκίων.
Με βάση στοιχεία από τις
τράπεζες, η άνοδος των
επιτοκίων αυξάνει κατά
μέσον όρο τη μηνιαία
δόση ενός στεγαστικού
δανείου που είναι σήμερα
με κυμαινόμενο επιτόκιο
κατά περίπου 20%, αλλά η
αύξηση αυτή δεν πλήττει
οριζόντια όλες τις
κατηγορίες των
δανειοληπτών. Μια
κατηγορία όπου σύμφωνα
με τις τράπεζες θα
μπορούσε να εντοπιστεί
το πρόβλημα είναι, π.χ.,
στα δάνεια που είχαν
ενταχθεί στο πρόγραμμα «Γέφυρα
1» για την προστασία της
πρώτης κατοικίας, για τα
οποία έχει λήξει ή λήγει
έως τα τέλη του χρόνου η
περίοδος της επιδότησης.
Οι δανειολήπτες αυτοί θα
πρέπει όχι μόνο να
πληρώνουν πλέον το
κανονικό ύψος της δόσης
των στεγαστικών τους
δανείων, χωρίς δηλαδή
την επιδότηση, αλλά η
δόση αυτή θα είναι
υψηλότερη σε σχέση με
αυτήν που πλήρωναν κατά
την έναρξη της πανδημίας
λόγω της ανόδου των
επιτοκίων.
Το ενήμερο
χαρτοφυλάκιο των
στεγαστικών δανείων
ανέρχεται σήμερα περίπου
στα 30 δισ. ευρώ. Το
ποσό αυτό περιλαμβάνει
περίπου 800.000
στεγαστικά δάνεια που
οφείλονται από 500.000
δανειολήπτες, καθώς ο
κάθε οφειλέτης έχει
περίπου 1,7 στεγαστικά
δάνεια. Πρόκειται για
δάνεια που θεωρούνται
ενήμερα, καθώς ακόμη και
αν έχουν ρυθμιστεί στο
παρελθόν, οι
δανειολήπτες αυτοί έχουν
τηρήσει τη ρύθμιση και
θεωρούνται συνεπείς.
Ετσι τα μέτρα που θα
ληφθούν θα πρέπει να μην
οδηγούν στον
χαρακτηρισμό αυτών των
δανείων από τις
εποπτικές αρχές, δηλαδή
τον SSM, ως κόκκινα. Θα
πρέπει να σημειωθεί ότι
ο SSM δεν θεωρεί κόκκινα
δάνεια μόνο αυτά που
είναι σε καθυστέρηση π.χ.
από 1 έως 3 μήνες ή
περισσότερο. Μπορεί να
θεωρήσει κόκκινα και όσα
δάνεια έχουν αυξημένο
κίνδυνο οι οφειλέτες
τους να αθετήσουν την
αποπληρωμή τους και έτσι
η άσκηση από την πλευρά
των τραπεζών είναι τα
όποια μέτρα που θα
εφαρμόσουν να μην
οδηγήσουν στην αλλαγή
της κατηγορίας κάθε
δανείου, δηλαδή από
εξυπηρετούμενο σε μη
εξυπηρετούμενο.