|
Οπως
ανέφερε ο πρωθυπουργός
Κυριάκος Μητσοτάκης (στο
ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ):
«Εγώ αυτό το οποίο ακούω
και νομίζω ότι έχει μία
βάση, είναι μία σχετικά
δικαιολογημένη γκρίνια
από μικρομεσαίους
επιχειρηματίες, παρά το
γεγονός ότι η κυβέρνηση
αυτή έχει μειώσει τη
φορολογία εισοδήματος,
έχει μειώσει τη
φορολογία μερισμάτων,
έχει μειώσει τη
φορολόγηση των
εργοδοτικών εισφορών»,
δείχνοντας ότι οι
μικρομεσαίοι παίρνουν
σειρά μετά την εφαρμογή
του «πακέτου» της ΔΕΘ
που ανακοινώθηκε τον
περασμένο Σεπτέμβριο.
Οπως αναφέρουν κύκλοι
του υπουργείου Εθνικής
Οικονομίας και
Οικονομικών, θα
εξεταστούν όλα τα
ζητήματα από μηδενική
βάση, επισημαίνοντας ότι
όλα θα βρεθούν στο
τραπέζι των συζητήσεων.
Από τη μείωση των
συντελεστών για τις πολύ
μικρές επιχειρήσεις
(σήμερα ανέρχεται στο
22% για όλες) μέχρι τη
μείωση της προκαταβολής
φόρου και τη σταδιακή
κατάργηση του τέλους
επιτηδεύματος.
Συγκεκριμένα θα
εξεταστούν:
•
Καθιέρωση χαμηλότερου
εταιρικού φορολογικού
συντελεστή για ΜΜΕ (π.χ.
15% αντί για 22%) με
στόχο τη βελτίωση της
ρευστότητας και την
αύξηση των επενδύσεων. Ο
χαμηλός συντελεστής
εφαρμόζεται και από
άλλες χώρες στην Ε.Ε.
•
Eκπτωση φόρου για
κεφάλαια που
επανεπενδύονται στην
επιχείρηση (π.χ.
αναβάθμιση εγκαταστάσεων
ή εξοπλισμού).
• Η
προκαταβολή φόρου
ανέρχεται σήμερα στο
80%, κάτι το οποίο, όπως
αναφέρουν από την αγορά,
αποτελεί βάρος για τις
μικρές επιχειρήσεις. Θα
μπορούσε για παράδειγμα
να μειωθεί σταδιακά στο
55%-60% για επιχειρήσεις
μέχρι κάποιο όριο
καθαρού κέρδους, και
ταυτόχρονα να μην
εφαρμόζεται για
νεοσύστατες επιχειρήσεις
για τα πρώτα 2-3 έτη.
Σήμερα, οι νέες
επιχειρήσεις πληρώνουν
μειωμένη προκαταβολή
κατά 50%.
•
Κατάργηση ή μείωση του
τέλους επιτηδεύματος για
τις μικρές επιχειρήσεις,
που σήμερα ανέρχεται στο
ποσό των 1.000 ευρώ
ετησίως. Σημειώνεται ότι
ήδη ασκούνται πιέσεις
από επαγγελματικούς
φορείς για κατάργηση του
τέλους.
Σε ό,τι αφορά τους
επαγγελματίες,
σε πρώτη φάση θα
διαπιστώσουν μείωση των
επιβαρύνσεων από τη νέα
φορολογική κλίμακα που
ενεργοποιείται τον
Ιανουάριο του 2026. Στο
τραπέζι θα βρεθεί η
μείωση του τεκμαρτού
εισοδήματος στο 90% του
κατώτατου μισθού ή το
«πάγωμά» του. Σήμερα, το
ελάχιστο φορολογητέο
εισόδημα είναι
συνδεδεμένο με τον
κατώτατο μισθό. Δηλαδή,
ένας επαγγελματίας με 7
χρόνια δραστηριότητας
φορολογείται με ελάχιστο
φορολογητέο ποσό που
ανέρχεται στα 11.620
ευρώ. Το επόμενο έτος
εξαιτίας της αύξησης του
κατώτατου μισθού ο ίδιος
επαγγελματίας θα
φορολογηθεί με ελάχιστο
ποσό 12.320 ευρώ. Τον
Απρίλιο αναμένεται νέα
αύξηση του κατώτατου
μισθού στα επίπεδα των
950 ευρώ. Σε αυτή την
περίπτωση το ελάχιστο
φορολογητέο εισόδημα θα
φθάσει στα 13.300 ευρώ
ετησίως. Στην περίπτωση
που αποφασισθεί να
λαμβάνεται υπόψη το 90%
του κατώτατου μισθού, το
ποσό θα περιορισθεί στα
11.970 ευρώ, ενώ εάν
αποφασισθεί να «παγώσει»
για ένα χρόνο θα
διατηρηθεί στα επίπεδα
των 12.320 ευρώ.
Τι ισχύει σε άλλες
ευρωπαϊκές χώρες
Στη
Γαλλία, η κανονική
φορολογία εταιρειών
είναι 25,8%. Ωστόσο, για
τις πολύ μικρές
εταιρείες με κύκλο
εργασιών έως 10 εκατ.
ευρώ και μετοχικό
κεφάλαιο τουλάχιστον 75%
σε φυσικά πρόσωπα
προβλέπεται μειωμένος
συντελεστής 15% μόνο για
τα πρώτα 42.500 ευρώ των
κερδών. Με άλλα λόγια, η
εταιρεία με τα πρώτα
κέρδη έως 42.500 ευρώ θα
φορολογηθεί με 15%, ενώ
τα επόμενα κέρδη
φορολογούνται με το
κανονικό 25,8%.
Στην
Ιταλία, ο γενικός
εταιρικός συντελεστής
φορολογίας εταιρειών
είναι 27,8% (βασικός
συντελεστής και
περιφερειακή φορολογία)
για το 2025. Παράλληλα
όμως υπάρχει ειδικό
καθεστώς για πολύ μικρές
επιχειρήσεις και
ελεύθερους επαγγελματίες
με το λεγόμενο «regime
forfettario». Σε αυτό το
καθεστώς, επιχειρήσεις
με εισοδήματα έως
περίπου 85.000 ευρώ
μπορούν να φορολογηθούν
με σταθερό συντελεστή,
συνήθως 15%.
Στην
Ισπανία, ο γενικός
συντελεστής εταιρικού
φόρου είναι 25%. Ωστόσο,
η Ισπανία έχει
καθιερώσει μειωμένους
φορολογικούς συντελεστές
για πολύ μικρές
επιχειρήσεις
(«micro-enterprises»)
και για νέες εταιρείες.
Ετσι: • Για νέες
εταιρείες ισχύει 15% για
το πρώτο φορολογικό
έτος. • Για μικρές
επιχειρήσεις με κύκλο
εργασιών κάτω του ενός
εκατομμυρίου ευρώ
συντελεστής 21% για τα
πρώτα 50.000 ευρώ
φορολογητέου εισοδήματος
και 22% για το υπόλοιπο.
Στην
Ολλανδία ισχύει ένα
σύστημα εταιρικής
φορολογίας με δύο
κλίμακες: 19% για το
φορολογητέο κέρδος έως
200.000 ευρώ και 25,8%
για το υπερβάλλον ποσό
κέρδους.
Αυξήσεις στην Ε.Ε.
Επειτα
από δεκαετίες συνεχούς
μείωσης των εταιρικών
φορολογικών συντελεστών
σε ολόκληρη την Ευρώπη,
η τάση αυτή δείχνει να
έχει ανακοπεί. Τα
τελευταία χρόνια, αρκετά
κράτη-μέλη της
Ευρωπαϊκής Ενωσης
εγκαταλείπουν τη λογική
της διαρκούς φορολογικής
ελάφρυνσης και προχωρούν
σε αυξήσεις των
συντελεστών, κυρίως για
να αντιμετωπίσουν τα
δημοσιονομικά τους
ελλείμματα ή να καλύψουν
αυξημένες δημόσιες
δαπάνες που σχετίζονται
με την ενεργειακή κρίση
και τις κοινωνικές
ανάγκες.
Χαρακτηριστικά
παραδείγματα αποτελούν η
Τσεχία, η οποία αύξησε
τον εταιρικό φόρο από
19% σε 21%, η Εσθονία
από 20% σε 22%, η
Λιθουανία από 15% σε
16%, ενώ η Σλοβενία
προχώρησε σε σημαντική
–αν και προσωρινή–
αύξηση του συντελεστή
από 19% σε 22%.
Στο
συγκριτικό αυτό πλαίσιο,
η Ελλάδα φαίνεται να
διατηρεί ένα
ανταγωνιστικό φορολογικό
καθεστώς. Ο εταιρικός
φόρος ανέρχεται σήμερα
στο 22%, πολύ κοντά στον
ευρωπαϊκό μέσο όρο
(21,9%) και αισθητά
χαμηλότερος από τον μέσο
όρο των χωρών του ΟΟΣΑ
(24,2%). Παράλληλα, η
φορολόγηση των
μερισμάτων που είναι
μόλις 5%, είναι από τις
χαμηλότερες στην Ευρώπη,
γεγονός που θεωρητικά
καθιστά τη χώρα
ελκυστική για
επενδύσεις.
Ωστόσο,
παρά το ευνοϊκό αυτό
φορολογικό καθεστώς η
Ελλάδα δεν έχει
κατορθώσει να
αξιοποιήσει πλήρως το
συγκριτικό της
πλεονέκτημα. Ο χαμηλός
συντελεστής δεν έχει
μεταφραστεί σε
ουσιαστική αύξηση των
άμεσων ξένων επενδύσεων.
Η πραγματικότητα δείχνει
ότι το πρόβλημα δεν
εντοπίζεται τόσο στο
ύψος της φορολογίας, όσο
στο συνολικό
επιχειρηματικό
περιβάλλον. Παράγοντες
όπως η γραφειοκρατία, η
πολυνομία, η καθυστέρηση
στην απονομή
δικαιοσύνης, η
μεταβλητότητα της
πολιτικής και
φορολογικής νομοθεσίας,
η ελλιπής ψηφιακή
υποδομή και η
περιορισμένη στήριξη της
καινοτομίας αποθαρρύνουν
τους επενδυτές.
Αντίθετα, χώρες όπως η
Πορτογαλία, η Ιρλανδία,
η Εσθονία ή η Πολωνία,
παρά το ότι σε ορισμένες
περιπτώσεις διαθέτουν
αντίστοιχους ή και
υψηλότερους φορολογικούς
συντελεστές, κατορθώνουν
να προσελκύουν πολύ
μεγαλύτερο όγκο
επενδύσεων.
|