Αποδέκτης ισχυρού ενδιαφέροντος έχει γίνει
το ΤΧΣ από funds και διεθνή επενδυτικά σχήματα
που σπεύδουν να θέσουν υποψηφιότητα για τα
ποσοστά του Δημοσίου στις συστημικές τράπεζες,
τα οποία θα πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν το
αργότερο έως το 2025.
Πηγές με γνώση των
διαδικασιών αναφέρουν
στο Capital.gr ότι το
ΤΧΣ έχει λάβει τους
τελευταίους μήνες
περισσότερες από 100
επιστολές εκδήλωσης
ενδιαφέροντος από
διεθνείς οίκους,
επενδυτικές τράπεζες και
sovereign ή private
funds στις οποίες συχνά
διατυπώνεται ενδιαφέρον
για όλες τις ελληνικές
τράπεζες στις οποίες το
ΤΧΣ είναι μέτοχος.
Σε κάποιες
περιπτώσεις, μάλιστα,
αναγράφεται ενδεικτικό
τίμημα (premium) επί της
τρέχουσας τιμής μετοχής
σε μια προσπάθεια των
υποψήφιων επενδυτών να "κλειδώσουν"
τη συμμετοχή τους στη
διαδικασία.
Παρ’ όλα αυτά,
υπογραμμίζουν οι ίδιες
πηγές, το ΤΧΣ δεν έχει
δικαίωμα να προβεί σε
διαπραγμάτευση ή
αποκλειστικές συζητήσεις
με κανέναν υποψήφιο
επενδυτή, καθώς κάτι
τέτοιο αποκλείεται ρητά
από την ισχύουσα
νομοθεσία.
Αυτό που απαντά το
Ταμείο στους υποψήφιους
επενδυτές, αναφέρουν οι
ίδιες πηγές, είναι να
απευθυνθούν στις ίδιες
τις τράπεζες για
περισσότερα στοιχεία -τα
οποία ούτως ή άλλως
εγκρίνονται από την
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
για διάθεση σε
ενδιαφερόμενους
επενδυτές στο πλαίσιο
investor roadshows κ.λπ.
Τα βήματα της
στρατηγικής αποεπένδυσης
Ο νόμος 4941/2022, ο
οποίος ψηφίστηκε τον
περασμένο Ιούνιο,
προβλέπει αναλυτικά
βήματα με τα οποία το
ΤΧΣ θα διαθέσει τα
ποσοστά του στην Εθνική
Τράπεζα (40,39%), την
Τράπεζα Πειραιώς (27%),
την Alpha Bank (9%) και
τη Eurobank (1,4%).
Το αναθεωρημένο
θεσμικό πλαίσιο αποτελεί
προϊόν επίπονων
διαπραγματεύσεων ανάμεσα
στην κυβέρνηση και τους
Θεσμούς που διήρκησαν
περισσότερο από 1,5 έτος
και συνάδει με την
πολιτική που έχει
εφαρμοστεί και σε άλλα
κράτη της Ευρωζώνης όπου
έγινε αναδιάρθρωση
χρέους από τον ESM.
Τα στάδια της
διαδικασίας έχουν ως
εξής:
Πρώτο βήμα είναι η
κατάρτιση της
στρατηγικής αποεπένδυσης
η οποία θα υποβληθεί για
έγκριση στο Υπουργείο
Οικονομικών. Η
διαδικασία ανατέθηκε στη
Rothschild στα τέλη
Σεπτεμβρίου και, σύμφωνα
με αξιόπιστες
πληροφορίες, δεν
αναμένεται να
ολοκληρωθεί πριν τον
Δεκέμβριο.
Επόμενο στάδιο είναι
το ΤΧΣ να απευθύνει
πρόσκληση ενδιαφέροντος
στην οποία δύνανται να
συμμετάσχουν όλοι οι
ενδιαφερόμενοι χωρίς
αποκλεισμούς. Οι
προσφορές θα
αξιολογηθούν από τον
σύμβουλο διάθεσης
(Goldman Sachs) και
κατόπιν θα ζητηθούν
δεσμευτικές προσφορές.
Κατόπιν, για τους
υποψηφίους που υπέβαλαν
τις επικρατέστερες
προσφορές, θα
πραγματοποιηθεί έλεγχος
καταλληλότητας από την
Τράπεζα της Ελλάδος και
την ΕΚΤ, όπως προβλέπει
η διαδικασία του SSM για
τις περιπτώσεις ειδικής
συμμετοχής (qualifying
holding), δηλαδή για
ποσοστό άνω του 10% σε
εποπτευόμενο ίδρυμα.
Εάν πρόκειται για
επενδυτή που έχει λάβει
fit & proper από
εποπτικό φορέα της ΕΕ ή
των ΗΠΑ η διαδικασία
διαρκεί λιγότερο (έως 60
ημέρες), διαφορετικά
μπορεί να παραταθεί στις
90 ημέρες.
Τέλος, αφού
ολοκληρωθεί η διαδικασία
καταλληλότητας του
επικρατέστερου επενδυτή,
ένας τρίτος σύμβουλος θα
κρίνει κατά πόσο είναι
δίκαιο το τελικό τίμημα
σε όρους αγοράς ώστε να
διασφαλιστεί ότι δεν
θίγονται τα συμφέροντα
του Δημοσίου σύμφωνα με
τους όρους της αγοράς.
Το προφίλ των
επιθυμητών επενδυτών
Η διαδικασία του SSM
για απόκτηση ειδικής
συμμετοχής σε
εποπτευόμενο ίδρυμα
προβλέπει μια σειρά από
ποιοτικά κριτήρια βάσει
των οποίων κρίνεται η
καταλληλότητα των
υποψήφιων επενδυτών.
Σε αυτά
περιλαμβάνεται η φήμη
και η εμπειρία του
υποψήφιου αγοραστή, η
οικονομική ευρωστία του,
η επίπτωση της εξαγοράς
στη λειτουργία του
ιδρύματος και ο κίνδυνος
νομιμοποίησης
εισοδημάτων από
παράνομες (π.χ.
τρομοκρατικές)
δραστηριότητες μέσω της
συναλλαγής.
Πηγές που
συμμετέχουν στις
τρέχουσες διαδικασίες
διευκρινίζουν ότι δεν
είναι επιθυμητοί
επενδυτές με βραχυχρόνιο
ορίζοντα επένδυσης, όπως
hedge funds ή άλλα
private equity funds τα
οποία θα ρευστοποιήσουν
κερδοφόρα assets των
τραπεζών με στόχο να
εξασφαλίσουν γρήγορα
κέρδη και να
αποεπενδύσουν μέσα σε
διάστημα 4-5 ετών.
"Θέλουμε επενδυτές
με μακροχρόνιο ορίζοντα
που σκοπεύουν να
διακρατήσουν τα ποσοστά
τους διασφαλίζοντας
διαχρονικά ηρεμία στη
λειτουργία των τραπεζών.
Ιδανική περίπτωση θα
ήταν να ενδιαφερθούν
τράπεζες του εξωτερικού,
ωστόσο δεν βρισκόμαστε
ακόμη σε φάση
cross-border
transactions σαν αυτές
που είδαμε στη χώρα μας
τη δεκαετία του 2000",
εξηγεί στο Capital.gr αρμόδια
πηγή.