|
Αξιολογώντας τις
πρόσφατες επιδόσεις των
ελληνικών εξαγωγών —
εξαιρουμένων των
πετρελαϊκών προϊόντων —
καταγράφεται αύξηση 6,7%
σε σταθερές τιμές στο
διάστημα Νοεμβρίου 2024
– Ιανουαρίου 2025. Η
άνοδος αυτή συνεχίζει
την τάση ανάκαμψης που
είχε ξεκινήσει από τον
Ιούλιο (Ιούλιος –
Οκτώβριος 2024: +5,3%)
μετά από μια ασθενή αρχή
στη χρονιά. Μάλιστα,
καθώς η απόδοση των
ελληνικών εξαγωγών
υπερέβη εκείνη των
ευρωπαίων ανταγωνιστών,
το μερίδιο της Ελλάδας
στο σύνολο των εξαγωγών
της ΕΕ αυξήθηκε στο
0,56% από 0,53% την
αντίστοιχη περίοδο του
2023.
Σε
επίπεδο τομέων, η
πλειοψηφία των κλάδων
παρουσίασε άνοδο σε
σταθερές τιμές, με τα
τρόφιμα να πρωτοστατούν
καταγράφοντας αύξηση 18%
και καλύπτοντας τα δύο
τρίτα της συνολικής
ανόδου. Ιδιαίτερα το
ελαιόλαδο συνέβαλε κατά
25% στην άνοδο,
αντιστρέφοντας την πτώση
του προηγούμενου έτους.
Σημαντική ήταν και η
συνεισφορά των μετάλλων
(+8%) και των χημικών
προϊόντων (+18%), τα
οποία πρόσθεσαν 1,3 και
0,8 ποσοστιαίες μονάδες
αντίστοιχα.
Όσον
αφορά τις αγορές
προορισμού, λόγω της
συνεχιζόμενης
στασιμότητας στις
βασικές ευρωπαϊκές
αγορές της Δυτικής
Ευρώπης και των
Βαλκανίων (που
απορροφούν το 60% των
ελληνικών εξαγωγών), οι
Έλληνες εξαγωγείς
στράφηκαν σε
εναλλακτικές αγορές.
Πέρα από την Ανατολική
Ευρώπη και τη Μέση
Ανατολή, που κάλυψαν τα
τρία τέταρτα της ανόδου,
καθοριστική ήταν και η
συμβολή της Βόρειας
Αμερικής, η οποία όμως
πλέον τελεί υπό
αμφισβήτηση εξαιτίας της
επιθετικής πολιτικής
δασμών των ΗΠΑ.
Αναλύοντας την αγορά των
ΗΠΑ, προκύπτει πως την
περίοδο 2019–2024 υπήρξε
αξιοσημείωτη αύξηση της
παρουσίας των ελληνικών
προϊόντων. Το 2024, οι
ΗΠΑ απορρόφησαν το 5,3%
των συνολικών ελληνικών
εξαγωγών (από 4,5% το
2019), συμβάλλοντας κατά
7% στη συνολική άνοδο
των εξαγωγών. Ωστόσο, το
ποσοστό αυτό παραμένει
χαμηλό σε σχέση με την
ΕΕ, όπου οι ΗΠΑ
αποτελούν προορισμό για
το 20% των ευρωπαϊκών
εξαγωγών. Έτσι, το
ενδιαφέρον στρέφεται
περισσότερο στις πιθανές
έμμεσες συνέπειες από
τις πιέσεις που θα
δεχθούν οι βασικοί μας
εμπορικοί εταίροι.
Ενδεικτικά, Γερμανία και
Ιταλία — που απορροφούν
πάνω από το 20% των
ελληνικών εξαγωγών —
κατευθύνουν άνω του 10%
των δικών τους εξαγωγών
στις ΗΠΑ.
Για το
ελαιόλαδο, η άμεση
εξάρτηση από τις ΗΠΑ
φθάνει το 7%, αλλά αν
ληφθούν υπόψη και οι
εξαγωγές μέσω Ιταλίας
και Ισπανίας (που
απορροφούν το 70% του
ελληνικού ελαιόλαδου για
επανατυποποίηση), τότε η
συνολική εξάρτηση
αγγίζει το 21%.
Προχωρώντας σε μια πιο
αναλυτική εξέταση της
περιόδου 2019–2024, ώστε
να αποφευχθεί η
παραμόρφωση των
στοιχείων λόγω της
πανδημίας, η ΕΤΕ
αναδεικνύει 23 προϊόντα
με αυξημένη ευπάθεια
στις άμεσες επιπτώσεις
των δασμών. Τα προϊόντα
αυτά παρουσιάζουν:
σταθερή
εξαγωγική παρουσία στις
ΗΠΑ,
σωρευτικές εξαγωγές άνω
των 10 εκατ. ευρώ, και
υψηλό
βαθμό εξάρτησης, με τις
ΗΠΑ να απορροφούν πάνω
από το 10% των εξαγωγών
τους.
Αυτά τα
προϊόντα ανήκουν κυρίως
στους τομείς των
τροφίμων, των δομικών
υλικών και του
ηλεκτρολογικού
εξοπλισμού και έχουν
επωφεληθεί σημαντικά από
την αμερικανική αγορά
την εξαετία 2019–2024,
καλύπτοντας από το 10%
έως και το 70% της
εξαγωγικής τους
ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα:
Τρόφιμα:
Ο κλάδος των τροφίμων
έχει τη μεγαλύτερη
παρουσία στις ΗΠΑ, με
συνολικές εξαγωγές 3,2
δισ. ευρώ την περίοδο
2019–2024, που
αντιστοιχούν στο 7% των
συνολικών εξαγωγών
τροφίμων. Εντοπίζονται 9
ευάλωτα προϊόντα, με
κυριότερα τις
ελιές και το
ελαιόλαδο,
έκαστο με εξαγωγές 1
δισ. ευρώ προς τις ΗΠΑ.
Η συνολική έκθεση (άμεση
και έμμεση μέσω
Ιταλίας-Ισπανίας) φθάνει
το 20%-30%. Άλλα
προϊόντα με υψηλή έκθεση
είναι το
κρασί (17%) και
φρούτα όπως
επεξεργασμένα ροδάκινα,
ακτινίδια και
σύκα (10%).
Λοιποί
κλάδοι:
Ξεχωρίζουν το
τσιμέντο (με
τις ΗΠΑ να απορροφούν το
50% των εξαγωγών, ύψους
0,6 δισ. ευρώ), τα
μάρμαρα (18%
έκθεση), καθώς και
ηλεκτρολογικά είδη όπως
αντιστάσεις
(80%) και
σύνδεσμοι κυκλωμάτων
(30%). Άλλα καταναλωτικά
αγαθά όπως
κοσμήματα και
γούνες
παρουσιάζουν έκθεση
10%-25%.
Κατά
συνέπεια, τα προϊόντα
αυτά αντιμετωπίζουν
σοβαρό κίνδυνο εάν οι
ΗΠΑ υιοθετήσουν νέους ή
υψηλότερους δασμούς. Η
ανάγκη
επαναπροσανατολισμού των
εξαγωγών σε νέες αγορές,
σε ένα ήδη ανταγωνιστικό
περιβάλλον, μπορεί να
οδηγήσει σε πιέσεις στις
τιμές και αύξηση του
κόστους εφοδιαστικής
αλυσίδας.




|