|
Βόρεια
προάστια: σταθερή άνοδος
τιμών
Η
Νέα Ιωνία
παραμένει η πιο προσιτή
περιοχή των βορείων, με
τιμές γύρω στα
2.500 ευρώ/τ.μ.,
που επιτρέπουν την αγορά
κατοικίας
80 τ.μ.. Στο
Χαλάνδρι και το
Μαρούσι, οι
τιμές κυμαίνονται μεταξύ
2.800–3.000 ευρώ/τ.μ.,
προσφέροντας περίπου
76 τ.μ., ενώ
στο
Ηράκλειο η
απόδοση περιορίζεται στα
72 τ.μ..
Αντίθετα, σε πιο ακριβές
περιοχές όπως η
Κηφισιά (2.900
ευρώ/τ.μ.) και η
Αγία Παρασκευή,
η αγοραστική δύναμη
μειώνεται στα
69 και
67 τ.μ.
αντίστοιχα.
Νότια
προάστια: η εγγύτητα στη
θάλασσα ανεβάζει τις
τιμές
Η εικόνα
διαφοροποιείται έντονα
στα
νότια προάστια,
όπου η θάλασσα
λειτουργεί ως βασικός
παράγοντας ανόδου των
τιμών. Σε
Νέα Σμύρνη και
Άγιο Δημήτριο,
οι μέσες τιμές
3.200–3.300 ευρώ/τ.μ.
αποδίδουν κατοικίες
76–79 τ.μ..
Στην
Καλλιθέα (2.880
ευρώ/τ.μ.) η
δυναμικότητα μειώνεται
στα
72 τ.μ., ενώ η
«ψαλίδα» ανοίγει
θεαματικά στις πιο
ακριβές ζώνες: στη
Γλυφάδα (άνω
των 4.700 ευρώ/τ.μ.) τα
200.000 ευρώ φτάνουν για
42 τ.μ., στο
Παλαιό Φάληρο
για
53 τ.μ., και
στον
Άλιμο για
59 τ.μ.. Η
διαφορά των
21 τ.μ. μεταξύ
Νέας Σμύρνης και Παλαιού
Φαλήρου αποτυπώνει τις
έντονες πιέσεις των
παραθαλάσσιων περιοχών.
Δυτικά
προάστια: η πιο σταθερή
αγορά
Στα
δυτικά προάστια,
οι αποκλίσεις είναι οι
μικρότερες στην Αττική.
Σε
Καματερό,
Αγίους Αναργύρους
και
Πετρούπολη, τα
200.000 ευρώ
εξασφαλίζουν κατοικία
91 τ.μ., ενώ σε
Ίλιον και
Χαϊδάρι η
επιφάνεια περιορίζεται
στα
90 τ.μ. και στο
Περιστέρι στα
89 τ.μ.. Οι
αποκλίσεις μόλις
2 τ.μ. δείχνουν
μια
ισορροπημένη αγορά,
σε αντίθεση με τις
έντονες διακυμάνσεις του
κέντρου και των νοτίων.
Πειραιάς
και Ανατολική Αττική:
από 49 έως 114 τ.μ.
Στον
Πειραιά, οι
διαφορές επιστρέφουν
δυναμικά: στη
Νίκαια – Άγιο Ιωάννη
Ρέντη η
αγοραστική δύναμη φτάνει
τα
93 τ.μ., στο
Κερατσίνι – Δραπετσώνα
τα
87 τ.μ., στον
Κορυδαλλό τα
85 τ.μ., ενώ
στον ίδιο τον
Πειραιά μόλις
78 τ.μ..
Η
Ανατολική Αττική
εμφανίζει τις
μεγαλύτερες αποκλίσεις,
που αγγίζουν τα
65 τ.μ.: στα
Σπάτα – Αρτέμιδα
η κατοικία φτάνει τα
114 τ.μ., στον
Μαραθώνα τα
97 τ.μ., στο
Μαρκόπουλο τα
83 τ.μ., ενώ
στον
Σαρωνικό και
την
Παλλήνη τα
77 και
71 τ.μ.
αντίστοιχα. Στον
αντίποδα, η
Βάρη – Βούλα –
Βουλιαγμένη, με
τιμές άνω των
4.000 ευρώ/τ.μ.,
περιορίζει το μέγεθος
στα
49 τ.μ., σχεδόν
τα μισά σε σχέση με τα
Σπάτα.
Η μεγάλη
εικόνα: άνοδος τιμών και
πτώση προσιτότητας
Οι
ανισότητες αυτές
καταγράφονται σε μια
περίοδο
συνεχούς ανόδου των
τιμών. Σύμφωνα
με την
ΕΛΣΤΑΤ, το
πρώτο τρίμηνο του 2025
οι τιμές των
διαμερισμάτων αυξήθηκαν
κατά
6,8% σε ετήσια
βάση – με τη
Θεσσαλονίκη να
προηγείται (+10%), την
Αθήνα να
ακολουθεί (+5,5%) και
τις λοιπές μεγάλες
πόλεις στο
+7,3%. Η αύξηση
στα
νεόδμητα φτάνει
το
8%, έναντι
6% στα
παλαιότερα, ενώ τα
ενοίκια
συνέχισαν την ανοδική
πορεία τους,
σημειώνοντας
άνοδο 11,4% τον
Ιούνιο σε σχέση με
πέρυσι.
Την ίδια
στιγμή, η
Ελλάδα
παραμένει μία από τις
λιγότερο προσιτές χώρες
της Ευρώπης:
σύμφωνα με την
Eurostat, ένας
μέσος εργαζόμενος
χρειάζεται
15,4 ετήσιους μισθούς
για να αποκτήσει
κατοικία – ο δεύτερος
υψηλότερος δείκτης στην
Ε.Ε. Πάνω από το
ένα τρίτο των
νοικοκυριών
δαπανά πλέον πάνω από το
40% του εισοδήματός του
για στέγη.
Με απλά
λόγια, τα
200.000 ευρώ
δεν έχουν παντού την
ίδια αξία. Από ένα
διαμέρισμα 114 τ.μ. στα
Σπάτα έως μόλις
49 τ.μ. στη Βουλιαγμένη,
η αγορά κατοικίας στην
Αττική του 2025
αποτυπώνει
μια αγορά έντονων
ανισοτήτων και
αυξανόμενης δυσκολίας
πρόσβασης στη στέγη.
|