Ισχυρή
εικόνα, σημαντικά καλύτερη, όχι μόνο σε σχέση με
τις χρήσεις του 2021 και του 2019, δηλαδή και
από την προ πανδημίας εποχή, παρουσίασαν για το
2021 οι εισηγμένες στην Κύρια Αγορά του
Χρηματιστηρίου της Αθήνας εταιρείες (εξαιρουμένων
των 5 τραπεζών), όπως προκύπτει από την
επεξεργασία των ισολογισμών από τη Μονάδα
Ανάλυσης Αγοράς του Ομίλου ΕΧΑΕ, αποτελώντας
μάλιστα τις καλύτερες οικονομικές επιδόσεις της
15ετίας με βάση τα προ φόρων και τα λειτουργικά
τους κέρδη (EBITDA) από τη θέσπιση των Διεθνών
Λογιστικών Προτύπων και συγκρίνονται μόνο με τις
χρήσεις της «προμνημονιακής» περιόδου.
Στο γεγονός αυτό
συνέβαλαν καθοριστικά η
αύξηση της ζήτησης
προϊόντων και υπηρεσιών
σε συνάρτηση με τις
χαμηλές επιδόσεις λόγω
του παρατεταμένου
lockdown του 2020, αλλά
και η υπεραπόδoση
συγκεκριμένων κλάδων,
όπως των «πρώτων υλών»
λόγω του ράλι των τιμών
των μετάλλων, της «ενέργειας»
και των «ταξιδιών και
αναψυχής» ως επακόλουθο
της αυξημένης
τουριστικής κίνησης και
της άρσης των
περιορισμών.
Ανάκαμψη τύπου «V»
Σημαντικό ρόλο
παρουσιάζει το γεγονός
ότι η αύξηση του κόστους
λειτουργίας (υψηλό
κόστος ενέργειας και
υψηλό μεταφορικό κόστος)
δεν έχει επηρεάσει τις
επιδόσεις των εκδοτριών
στη χρήση 2021 αλλά
αφήνει σημαντικά
ερωτηματικά για το πώς
θα εξελιχθεί η χρήση
2022, δεδομένου και της
έναρξης της γεωπολιτικής
κρίσης τον Φεβρουάριο
2022 (πόλεμος στην
Ουκρανία).
Το σύνολο των
οικονομικών μεγεθών και
αριθμοδεικτών
παρουσιάζει σημαντική
αύξηση, αποτυπώνοντας τη
συνεχή προσπάθεια των
εταιρειών για προσαρμογή
στις απαιτήσεις της
οικονομίας, για πρότυπη
λειτουργία και παραγωγή
προϊόντων και υπηρεσιών
υψηλής προστιθέμενης
αξίας. Οι οικονομικές
τους επιδόσεις
ακολούθησαν ανάκαμψη
τύπου «V», όπως και τα
μεγέθη της οικονομίας.
Καθώς αύξησαν τα ιδία
τους κεφάλαια και την
ταμειακή τους ρευστότητα
στην αγορά λέγεται
μάλιστα πως έχουν πλέον
το αποκαλούμενο «λίπος»
ώστε να αντιμετωπίσουν,
όσο αυτό είναι δυνατόν,
και τις συνέπειες του
πολέμου, δεδομένου πως
αρκετοί επιχειρηματίες
εκφράζουν ανησυχίες
σχετικά με το ενεργειακό
κόστος, το κόστος των
πρώτων υλών, αλλά και
των προβλημάτων στην
εφοδιαστική αλυσίδα.
Αυξημένη EBITDA
Σύμφωνα με τα στοιχεία
της μελέτης της ΕΧΑΕ, αν
εξαιρεθούν οι πέντε
τράπεζες, οι 116
εταιρείες της Κύριας
Αγοράς του ΧΑ σημείωσαν
συνολικό κύκλο εργασιών
στα επίπεδα των 69 δισ.
€, αυξημένος κατά 30,5%
σε σχέση με το 2020 και
κατά 6,5% σε σχέση με τη
χρήση 2019, σε μέγιστες
τιμές μετά τη «μνημονιακή»
περίοδο.
Η λειτουργική κερδοφορία
(EBITDA) βρίσκεται σε
συνεχή άνοδο και
βελτίωση, φθάνοντας σε
υψηλά 15ετίας στα 9,93
δισ. €, αυξημένη κατά
65,1% σε σχέση με τη
χρήση 2020 και κατά
13,6% σε σχέση με το
2019.
Η αύξηση σε σχέση με το
2020 είναι σημαντικά
υψηλότερη, δεδομένων των
αποτελεσμάτων εταιρειών
των κλάδων που επλήγησαν
όσον αφορά τη χρήση 2020
από την πανδημία, όπως
τα διυλιστήρια (χαμηλές
τιμές πετρελαίου και
ζήτηση), οι εταιρείες
επενδύσεων ακίνητης
περιουσίας, τα
βιομηχανικά προϊόντα,
καθώς και αυτές που το
αντικείμενό τους αφορά
την τουριστική
βιομηχανία.
Τα κέρδη προ φόρων
βρέθηκαν επίσης σε
επίπεδα 15ετίας στα 5,1
δισ. €, αυξημένα κατά
501,5% σε σχέση με το
2020 και κατά 260,3% σε
σχέση με το 2019
αντίστοιχα.
Η αύξηση σε σχέση με το
2019 είναι χαμηλότερης
έντασης σε σχέση με το
2020 λόγω της
λειτουργίας της
οικονομίας σε κανονικούς
ρυθμούς το 2019 αλλά και
της ζημιογόνας χρήσης
της ΔΕΗ (λόγω της
έκτακτης απομείωσης της
αξίας στοιχείων
ενεργητικού και
συμμετοχών).
Τα καθαρά κέρδη μετά
τους φόρους κυμάνθηκαν
στα 4,1 δισ. € και ήταν
αυξημένα κατά 505,3% σε
σχέση με το 2020 (0,7
δισ. €) και κατά 388,3%
σε σχέση με το 2019
(0,85 δισ. €). Αύξηση
7,7% στα 33,4 δισ. € (έναντι
31,0 δισ. € το 2020)
σημείωσε ο συνολικός
δανεισμός λόγω του
ευνοϊκού περιβάλλοντος
με τα επιτόκια σε
ιστορικά χαμηλά.
Υψηλή ρευστότητα
Τα ταμειακά διαθέσιμα
βρέθηκαν σε
επίπεδα-«ρεκόρ», στα
15,1 δισ. €, αυξημένα
κατά 21,4% σε σχέση με
το 2020 και κατά 36,3%
σε σχέση με το 2019,
γεγονός που
αντικατοπτρίζει την «ετοιμότητα»
των εταιρειών για
περαιτέρω επενδύσεις
αλλά και την ύπαρξη
υψηλής ρευστότητας από
την απόδοση αυτών.
Οι λειτουργικές
ταμειακές ροές
διαμορφώθηκαν στα 6,7
δισ. €, αυξημένες κατά
9,5% σε σχέση με τα 6,2
δισ. € του 2020, δείγμα
του επιπέδου των
επενδύσεων που έχουν
συντελεστεί τα τελευταία
χρόνια και της ποιότητας
των παραγόμενων
προϊόντων και υπηρεσιών.
Η καθαρή θέση και
περιουσία των μετόχων
διαμορφώθηκε στα 35 δισ.
€ και ήταν αυξημένη κατά
16,1% σε σχέση με το
2020 και κατά 11,2% σε
σχέση με το 2019.
Στα επίπεδα-«ρεκόρ» των
103 δισ. € (+13,9% σε
σχέση με το 2020 και
+12,7% σε σχέση με το
2019) βρέθηκε το
συνολικό ενεργητικό, ενώ
οι υψηλές επενδύσεις (CAPEX)
το 2021 κυμάνθηκαν στα
4,6 δισ. € (+27,7%), με
κύριο γνώμονα τη συνεχή
βελτίωση των παραγωγικών
διαδικασιών και
λειτουργιών.
Η μείωση των εργαζομένων
κατά 7% και 9,5% σε
σχέση με το 2020 και το
2019 αντίστοιχα
προέρχεται σε
συντριπτικό ποσοστό από
τη μείωση σε μονοψήφιο
αριθμό εκδοτριών (λόγω
πώλησης δραστηριοτήτων
και τεχνητής μείωσης του
προσωπικού) και όχι από
το σύνολο το οποίο
παραμένει θετικό (62
εταιρείες αύξησαν το
προσωπικό, 46 το μείωσαν
και σε 8 παρέμεινε
σταθερό).
Ο τραπεζικός κλάδος
‘Οσον αφορά τον
τραπεζικό κλάδο (ζημίες
μετά φόρων 4,8 δισ. ευρώ
ελέω τιτλοποιήσεων),
συνεχίζεται η εξυγίανση
των ισολογισμών με
υψηλές «προβλέψεις» και
«απομειώσεις» στο
πλαίσιο της εφαρμογής
των σχεδίων ΗΡΑΚΛΗΣ I
και II (μέσω αυξημένης
επενδυτικής
δραστηριότητας από
αγοραστές προβληματικών
περιουσιακών στοιχείων).
Μεγάλος στόχος παραμένει
η μείωση των NPLs (μη
εξυπηρετούμενων δανείων)
σε μονοψήφιο ποσοστό έως
και τα τέλη του 2022 με
προοπτική για επαναφορά
μερισμάτων από τη χρήση
2022 για την Εθνική
Τράπεζα και τη Eurobank,
ενώ η Alpha Bank θα
μπορούσε να ακολουθήσει
έναν χρόνο αργότερα (χρήση
2023).