|
Το
πρώτο, και σημαντικό
«κλειδί» για καλύτερη
σύνταξη, είναι να μην
επιλέξει κανείς την
πρόωρη συνταξιοδότηση,
που οδηγεί σε μειωμένη
παροχή. Εκτιμάται ότι,
κατά μέσον όρο, όσοι
βγαίνουν με πρόωρη
συνταξιοδότηση λαμβάνουν
χαμηλότερη σύνταξη κατά
τουλάχιστον 30%. Εάν
λοιπόν επιθυμεί κάποιος
να λάβει σύνταξη
αυξημένη κατά
τουλάχιστον 140 με 150
ευρώ, δεν πρέπει –εφόσον
μπορεί– να κάνει χρήση
της δυνατότητας για
πρόωρη συνταξιοδότηση.
Τα δύο
επόμενα «κλειδιά», το
ύψος του μισθού και τα
έτη ασφάλισης,
λειτουργούν συνδυαστικά.
Επηρεάζονται βέβαια και
από το ισχύον
ασφαλιστικό σύστημα, που
ορίζει υψηλή εθνική
σύνταξη, ενιαία για
όλους τους
ασφαλισμένους, και
ποσοστά αναπλήρωσης, τα
οποία λειτουργούν στο
πλαίσιο του
αναδιανεμητικού
συστήματος.
Ετσι,
ασφαλισμένος με χαμηλό
μισθό, στο τέλος του
ασφαλιστικού του βίου,
λαμβάνει συντελεστή
αναπλήρωσης 102,6%.
Δηλαδή η σύνταξή του θα
ήταν στο 102,6% του
μισθού του, λόγω της
εθνικής σύνταξης. Στον
αντίποδα, ο ασφαλισμένος
– μισθωτός με 2.000 ευρώ
μισθό, έπειτα 40 χρόνια
εργασίας, λαμβάνει
συντελεστή αναπλήρωσης
71,8%. Χωρίς την εθνική
σύνταξη, το ύψος της
παροχής στον χαμηλόμισθο
θα είχε ποσοστό
αναπλήρωσης της τάξης
του 76,2%.
Τα
παραδείγματα που
παρουσιάζει η «Κ», με τη
βοήθεια του δρος του
Παντείου Πανεπιστημίου
και αναλογιστή Βασίλη
Μπέτση, είναι
ενδεικτικά, και
αποδεικνύουν πως τα έτη
ασφάλισης, αλλά και το
ύψος του μισθού, βοηθούν
σε μια ικανοποιητική
σύνταξη. Δείχνουν βέβαια
επίσης ότι με βάση τις
εισφορές που έχουν
καταβληθεί, το ύψος των
συντάξεων είναι
«ευνοϊκότερο» για τους
χαμηλόμισθους και σχεδόν
τιμωρητικό για τους
υψηλόμισθους. Ετσι, για
παράδειγμα μισθωτός με
μέσο μισθό κατά τα 40
έτη ασφάλισής του, 830
ευρώ, θα λάβει σύνταξη
της τάξης των 851,48
ευρώ τον μήνα. Εάν ο
μέσος μισθός του είναι
2.000 ευρώ, έπειτα από
επίσης 40 έτη ασφάλισης,
θα λάβει σύνταξη
1.436,60 ευρώ μεικτά.
Στην
περίπτωση που το
ελληνικό ασφαλιστικό
σύστημα κύριας ασφάλισης
ήταν κεφαλαιοποιητικό
και λειτουργούσε με
ατομικούς λογαριασμούς,
ο πρώτος ασφαλισμένος θα
λάμβανε σύνταξη πολύ
χαμηλότερη, ήτοι της
τάξης των 632,32 ευρώ
τον μήνα, μεικτά. Ο
δεύτερος θα έβλεπε τη
σύνταξή του κατά τι
αυξημένη, στα 1.523,65
ευρώ.
Με το
ισχύον σύστημα πάντως, η
συμπλήρωση 40 ετών
ασφάλισης, ακόμα και
εξαγοράζοντας πλασματικά
χρόνια, προσφέρει
σημαντικά υψηλότερη
σύνταξη, ιδιαίτερα μετά
τη βελτίωση των ποσοστών
αναπλήρωσης που
προβλέπει ο νόμος
Βρούτση, από τα 36 έως
τα 40 έτη ασφάλισης.
Ευνοημένους από τα
ποσοστά αναπλήρωσης,
χωρίς αυτό να σημαίνει
και ιδιαίτερα υψηλές
συντάξεις, θεωρούν οι
ειδικοί τους
συνταξιούχους με 15 ή 20
χρόνια που αμείβονταν
κατά μέσον όρο με τον
βασικό μισθό που σήμερα
είναι 880 ευρώ, καθώς
μπορεί να παίρνουν πολύ
μικρή ανταποδοτική
σύνταξη, αλλά όταν
προστίθεται και η εθνική
σύνταξη, που ανέρχεται
στα 436,40 ευρώ,
καταλήγουν με υψηλό
ποσοστό αναπλήρωσης,
φτάνοντας συνταξιούχους
που πλήρωσαν εισφορές
για περισσότερα χρόνια
και είχαν μεγαλύτερους
μισθούς.
Αδικημένοι θεωρούνται
και όσοι έχουν πάνω από
40 έτη ασφάλισης, καθώς
με τον νόμο Βρούτση για
κάθε επιπλέον έτος, οι
ασφαλισμένοι έχουν
προσαύξηση σύνταξης
μόλις κατά 0,5%, όταν
από τα 36 έως τα 40 έτη
η ετήσια προσαύξηση που
κερδίζουν στο τελικό
ποσό σύνταξης είναι
2,55%.
Ετσι,
για παράδειγμα
ασφαλισμένος που έχει 43
έτη ασφάλισης και
συνταξιοδοτείται με μέσο
μισθό 2.300 ευρώ θα
πάρει σύνταξη 1.621
ευρώ, κερδίζοντας μόλις
23 ευρώ επιπλέον στη
σύνταξη από κάποιον με
δύο χρόνια λιγότερα (41
έτη ασφάλισης).
Στην
περίπτωση βέβαια των μη
μισθωτών, ελευθέρων
επαγγελματιών,
αυτοαπασχολούμενων και
αγροτών, υψηλότερη
σύνταξη θα δουν όσοι
επιλέξουν υψηλότερη
ασφαλιστική κατηγορία
και καταβάλουν
μεγαλύτερες μηνιαίες
εισφορές. Για
παράδειγμα, η σύνταξη
που θα λάβει κάποιος
έπειτα από 40 έτη
ασφάλισης, έχοντας
επιλέξει τα περισσότερα
χρόνια ασφάλισής του την
πρώτη, χαμηλή
ασφαλιστική κατηγορία,
δεν θα ξεπερνάει τα 860
ευρώ. Η τρίτη κατηγορία
(351,8 ευρώ) και η
τέταρτη ασφαλιστική
κατηγορία (422,9 ευρώ)
είναι σύμφωνα με τους
ειδικούς καλές επιλογές,
καθώς οδηγούν σε σύνταξη
πάνω από 1.085 ευρώ, ενώ
η 6η ασφαλιστική
κατηγορία (659 ευρώ)
οδηγεί έπειτα από
σαράντα έτη ασφάλισης σε
σύνταξη κοντά στα 1.850
ευρώ.
Χρήσιμο…
αντικλείδι θεωρούν οι
ειδικοί και τη
συνταξιοδότηση κατά το
δεύτερο εξάμηνο του
έτους σε σχέση με το
πρώτο, καθώς ακόμη και
λίγοι μήνες μπορεί να
οδηγήσουν σε σύνταξη
υψηλότερη ακόμη και κατά
50 ευρώ τον μήνα. Στην
πράξη, οι ειδικοί
συμβουλεύουν τους
μελλοντικούς
συνταξιούχους ότι το
ποσό θα βγει υψηλότερο,
εάν η αίτηση
συνταξιοδότησης γίνει
τον Δεκέμβριο και όχι
τον Ιούλιο.
Για
παράδειγμα, ασφαλισμένος
που συμπληρώνει 38 έτη
στο τέλος του έτους και
συντάξιμο μισθό 1.950
ευρώ, αν κάνει αίτηση
τον Δεκέμβριο του 2025
θα πάρει σύνταξη 1.312
ευρώ. Αν κάνει αίτηση
τον Σεπτέμβριο, που θα
έχει 37 έτη και 9 μήνες,
θα πάρει 1.300 ευρώ και
με αίτηση τον Ιούλιο,
που θα έχει 37 έτη και 7
μήνες, θα πάρει 1.291
ευρώ.
Τα τρία
βήματα για γρήγορη
συνταξιοδότηση
Σύμφωνα
με τους ειδικούς στην
ασφάλιση, τρία είναι τα
βασικότερα βήματα που
πρέπει να ακολουθήσει
κάποιος, που επιθυμεί τα
επόμενα έτη να βγει στη
σύνταξη.
1.
Ανακεφαλαίωση πριν από
την αίτηση.
Μέσω
μιας ηλεκτρονικής
αίτησης στον ΕΦΚΑ, έως
και δύο χρόνια πριν από
τη συνταξιοδότηση, οι
ενδιαφερόμενοι θα πρέπει
να ζητήσουν την
ανακεφαλαίωση των
ενσήμων τους, στο σύνολο
των επιχειρήσεων που
έχουν εργασθεί. Προσοχή
όμως. Η ηλεκτρονική
διαδικασία αφορά μόνο
τους ασφαλισμένους του
πρώην ΙΚΑ. Από τα
υπόλοιπα ταμεία οι
ενδιαφερόμενοι πρέπει να
ζητούν βεβαίωση
ασφάλισης, χειρόγραφη σε
αρκετές περιπτώσεις, η
οποία όμως συμβάλλει
εξίσου στην ταχύτερη
απονομή της σύνταξης
ιδίως σε περιπτώσεις
διαδοχικής ασφάλισης.
2.
Εξαγορά πλασματικών ετών
– Ποιους συμφέρει.
Η
αναγνώριση πλασματικών
χρόνων μπορεί να αποβεί
σωτήρια για τη
συμπλήρωση του χρόνου
ασφάλισης που απαιτείται
ώστε να εξασφαλιστεί η
γρηγορότερη έξοδος.
Σύμφωνα με τους ειδικούς
στην ασφάλιση,
τουλάχιστον οι μισοί
ασφαλισμένοι εξαγοράζουν
σήμερα έτη ασφάλισης
κυρίως για να
θεμελιώσουν χρόνο
συνταξιοδότησης στο
Δημόσιο και για να
συμπληρώσουν 40 έτη
ασφάλισης ώστε να
συνταξιοδοτηθούν στα 62.
Η έξοδος στη σύνταξη στο
62ο έτος ηλικίας είναι
εφικτή για όσους έχουν
τουλάχιστον 33-34 έτη
πραγματικής ασφάλισης
και προχωρούν σε εξαγορά
πλασματικών ετών ώστε να
φτάσουν τα 40 συνολικά
έτη.
Προσοχή
όμως: Η εξαγορά
πλασματικών ετών έχει
σημαντικό κόστος της
τάξης του 20% επί του
μισθού για κάθε μήνα
εξαγοράς και κατά
συνέπεια, εξαρτάται από
τον μισθό και το
ημερομίσθιο που λαμβάνει
ο εργαζόμενος, τη
δεδομένη χρονική στιγμή
που αποφασίζει να
προχωρήσει στην εξαγορά.
Για τους ελεύθερους
επαγγελματίες και
αυτοαπασχολούμενους
επιστήμονες, η εξαγορά
γίνεται με βάση την
ασφαλιστική κατηγορία.
Το κόστος κυμαίνεται από
244 έως 659 ευρώ
μηνιαίως ανά πλασματικό
έτος. Προβλέπεται δε,
και η δυνατότητα
εξόφλησης μέσω σύνταξης,
με την αίτηση εξαγοράς
να γίνεται μαζί με την
ψηφιακή αίτηση
συνταξιοδότησης.
3.
Τακτοποίηση οφειλών.
Για να
υποβάλουν αίτηση
συνταξιοδότησης οι μη
μισθωτοί πρέπει να έχουν
εξοφλήσει τα χρέη τους
προς τον ΕΦΚΑ έως του
ποσού των 30.000 ευρώ
(οι ελεύθεροι
επαγγελματίες) και των
10.000 ευρώ οι αγρότες.
Η εξόφληση μπορεί να
γίνει εφάπαξ ή με
παρακράτηση από τη
σύνταξη. Η αποπληρωμή
γίνεται σε 60 δόσεις, με
κρατήσεις που φτάνουν
έως και το 60% του
μηνιαίου ποσού αρχικά.
Ωστόσο, ισχύουν
προϋποθέσεις όπως η άρση
του τραπεζικού απορρήτου
που δυσκολεύουν τη
διαδικασία. Οι
τραπεζικές καταθέσεις
δεν πρέπει να ξεπερνούν
το ποσό των 12.000 ευρώ
γενικά ή 6.000 ευρώ,
εφόσον πρόκειται για
οφειλέτη αποκλειστικά
προς τον π. ΟΓΑ.
|