|
Ο Άνταμ
Πόζεν, πρόεδρος του
Ινστιτούτου Peterson για
τη Διεθνή Οικονομία,
είναι από τους
οικονομολόγους που έχουν
αναθεωρήσει τη στάση
τους. Το 2008, είχε
γράψει ότι «το ευρώ δεν
θα μπορούσε να
ανταγωνιστεί το
δολάριο», επειδή το
τελευταίο απολάμβανε
ανυπέρβλητα γεωπολιτικά
πλεονεκτήματα. Εκείνη
την περίοδο, ο Ντόναλντ
Τραμπ εγκαινίαζε τον
πύργο του στο Σικάγο,
και κανείς δεν
φανταζόταν ότι θα
επέστρεφε το 2025 στον
Λευκό Οίκο.
Πλέον, ο
Πόζεν υποστηρίζει ότι η
απότομη στροφή της
αμερικανικής εξωτερικής
πολιτικής δημιουργεί
έναν άμεσο και σοβαρό
κίνδυνο για την
παγκόσμια θέση του
δολαρίου. Η πτώση του
δολαρίου μετά την
ανακοίνωση των αμοιβαίων
δασμών από τον Τραμπ
στις 2 Απριλίου
αντανακλά εύλογα τις
ανησυχίες για
εξασθενημένη ανάπτυξη.
Όμως, η ταυτόχρονη
υποχώρηση των
μακροπρόθεσμων κρατικών
ομολόγων των ΗΠΑ είναι
κάτι βαθύτερο: όχι
απόδειξη ότι το καθεστώς
του δολαρίου έχει
τελειώσει, αλλά σαφής
ένδειξη ότι έχει υποστεί
πλήγμα.
Και αυτό
επειδή δεν επηρεάζονται
εξίσου όλα τα
αμερικανικά ομόλογα.
Μετά τους νέους δασμούς,
οι αποδόσεις των
βραχυπρόθεσμων τίτλων
(δύο ετών περίπου)
μειώθηκαν, όπως
αναμενόταν εν μέσω
προσδοκιών για μείωση
επιτοκίων. Αντίθετα, οι
αποδόσεις των
μακροπρόθεσμων τίτλων
αυξήθηκαν, κάτι που
ερμηνεύεται – σύμφωνα με
ανάλυση των Viral
Acharya και Toomas
Laarits (NYU Stern) – ως
ένδειξη μείωσης της
αξίας των αμερικανικών
τίτλων ως «ασφαλών»
περιουσιακών στοιχείων.
Σε
φυσιολογικές συνθήκες, η
πορεία των ομολόγων και
των νομισμάτων
καθορίζεται από την
ανάπτυξη, τον πληθωρισμό
και τα επιτόκια. Όμως
τώρα, οι λιγότερο ορατές
μεταβλητές – δηλαδή η
εξωτερική πολιτική και
οι γεωπολιτικές
ισορροπίες – γίνονται
κρίσιμο υπόβαθρο. Αυτό
καθιστά όλο και πιο
δύσκολο το να συνεχίσουν
το δολάριο και τα
αμερικανικά ομόλογα να
λειτουργούν ως σταθερές
άγκυρες για τις
παγκόσμιες αγορές.
Εάν δεν
αποκατασταθεί η
ισορροπία ανάμεσα σε
βραχυπρόθεσμα και
μακροπρόθεσμα ομόλογα,
οι ΗΠΑ ενδέχεται να
βασίζονται ολοένα και
περισσότερο στην έκδοση
φθηνών τίτλων
βραχυπρόθεσμης λήξης. Το
Υπουργείο Οικονομικών
είχε μέχρι σήμερα το
πλεονέκτημα να
«ανακυκλώνει» το χρέος
εκδίδοντας νέα ομόλογα –
χωρίς πίεση. Αν όμως
επικρατήσει η
βραχυχρόνια
χρηματοδότηση, θα πρέπει
να απευθύνεται στις
αγορές πιο συχνά,
εξαρτώμενη από τη συνεχή
εμπιστοσύνη των
επενδυτών.
Η
αμερικανική οικονομία
απολάμβανε μέχρι τώρα το
ανεκτίμητο προνόμιο να
«φιλοξενεί» το παγκόσμιο
αποθεματικό νόμισμα και
την ασφαλέστερη αγορά
ομολόγων. Έτσι, μπορούσε
να δανείζεται με
ευνοϊκούς όρους για να
υπερβεί ακόμα και
εσωτερικές κρίσεις –
κάτι ανέφικτο για τις
περισσότερες άλλες
χώρες. Οι ΗΠΑ είχαν
πρόσβαση σε χαμηλού
κόστους κεφάλαια όταν
άλλες χώρες υφίσταντο
αύξηση κόστους δανεισμού
σε ανάλογες περιστάσεις.
Η νέα
αμερικανική ηγεσία ίσως
θεωρεί ότι αυτή η
κατάσταση είναι
εγγυημένη. Όμως κάτι
τέτοιο δεν είναι
δεδομένο – και η Ευρώπη
θα ήταν πρόθυμη να
αναλάβει μέρος του
ρόλου.
Τα
ασφαλή περιουσιακά
στοιχεία είναι «ασφαλή»
επειδή το πιστεύουν
όλοι. Αν αυτή η
πεποίθηση κλονιστεί, οι
ΗΠΑ ενδέχεται να
αντιμετωπίσουν το
μακροπρόθεσμο κόστος
αυτής της αυταπάτης.
Πηγή:
Financial Times
|