Η
τηλεργασία φαίνεται να
έχει εντείνει το
φαινόμενο. Το 80% των
Αμερικανών εργαζομένων
προτιμά εξ αποστάσεως ή
υβριδική εργασία, όμως
το 30% αναφέρει ότι οι
ψηφιακές συναντήσεις
είναι λιγότερο
αποτελεσματικές και ότι
μειώνουν την αίσθηση
σύνδεσης. Παράλληλα, η
αύξηση των ψηφιακών
θέσεων εργασίας κατά 25%
έως το 2030, όπως
προβλέπει το Παγκόσμιο
Οικονομικό Φόρουμ,
εντείνει τις προκλήσεις.
Ο
boreout δεν είναι πάντα
εύκολα αναγνωρίσιμος.
Μπορεί να εκδηλωθεί ως
αδιαφορία στις
συζητήσεις, απουσία
συμμετοχής, ή συνεχής
υποτονικότητα. Όπως
σημειώνει ο Γκραντ, «οι
άνθρωποι συμμετέχουν
χωρίς να είναι
πραγματικά παρόντες».
Πώς μπορούν να
αντιδράσουν εργαζόμενοι
και εργοδότες
Η λύση
δεν έρχεται μόνο μέσα
από την αναδιοργάνωση
της εργασίας, αλλά και
από την επανεκκίνηση των
ανθρώπινων σχέσεων στο
γραφείο. Ο
Γκραντ προτείνει στους
ηγέτες να υιοθετήσουν
μεγαλύτερη ευελιξία,
ακόμα και στην τυπική
«υποχρέωση» να
διατηρούνται οι κάμερες
ανοιχτές στις
συναντήσεις.
«Το να δίνεις στον άλλον
χώρο να ανασυγκροτηθεί
χωρίς να τον επιτηρείς
συνεχώς, βοηθά στη
διατήρηση της ενέργειας
και της διάθεσης»,
σημειώνει.
Την ίδια
στιγμή, υπογραμμίζει την
αξία των αυθεντικών
σχέσεων. Καθώς η
επαγγελματική
κινητικότητα αυξάνεται
και οι επαφές εντός
εργασιακού περιβάλλοντος
γίνονται πιο
επιφανειακές, η
συναισθηματική
αποστασιοποίηση
εντείνεται. «Είναι
σημαντικό να επενδύσουμε
στις ανθρώπινες
συνδέσεις. Από έναν καφέ
με συνάδελφο έως μια
κοινή αποστολή επίλυσης
προβλημάτων, κάθε
σύνδεση μετράει»,
αναφέρει ο Γκραντ.
Το
boreout μπορεί να μην
είναι θορυβώδες όπως το
burnout, αλλά το τίμημά
του –στη
δημιουργικότητα, την
αποδοτικότητα και την
ψυχική υγεία– είναι
βαρύ. Και όπως φαίνεται,
η πρόληψη ξεκινά όχι από
τη δουλειά αυτή καθαυτή,
αλλά από το νόημα που
βρίσκουμε μέσα από αυτή.