|
Ανάλυση
από δείκτες S&P 500,
STOXX και Nikkei
Η έρευνα
του Reuters περιλαμβάνει
αξιολόγηση δηλώσεων
εταιρειών, ρυθμιστικών
καταθέσεων, μεταγραφών
συνεδρίων και
δημοσιεύσεων στα μέσα
ενημέρωσης, παρέχοντας
μια συνολική εικόνα για
το μέχρι στιγμής κόστος
των δασμών. Τα 33 δισ.
δολάρια αποτελούν
αθροιστικό υπολογισμό
από 32 εταιρείες του S&P
500, τρεις του
ευρωπαϊκού STOXX 600 και
21 από τον ιαπωνικό
Nikkei 225. Ωστόσο, οι
οικονομολόγοι εκτιμούν
πως το πραγματικό κόστος
είναι πιθανότατα πολύ
υψηλότερο.
Ο
καθηγητής Jeffrey
Sonnenfeld από τη Σχολή
Διοίκησης του Yale
τόνισε πως το πραγματικό
μέγεθος του κόστους
ενδέχεται να είναι
διπλάσιο ή και
τριπλάσιο, ενώ επεσήμανε
τις πιθανές επιπτώσεις
στις καταναλωτικές και
επιχειρηματικές δαπάνες,
αλλά και τον αυξημένο
πληθωρισμό.
Παρά την
προσωρινή ανακούφιση από
τη μερική αποκλιμάκωση
της διένεξης ΗΠΑ–Κίνας
και την προσωρινή
αποφυγή επιβολής δασμών
στην Ευρώπη, το μέλλον
των εμπορικών συμφωνιών
παραμένει αβέβαιο.
Το
δικαστικό μπλόκο και οι
αντιδράσεις
Καταλυτική εξέλιξη
υπήρξε η απόφαση του
Εμπορικού Δικαστηρίου
των ΗΠΑ, που αρχικά
έκρινε ότι ο πρόεδρος
υπερέβη τις εξουσίες του
επιβάλλοντας μονομερώς
δασμούς, και αποφάσισε
την αναστολή της ισχύος
τους. Η απόφαση αυτή
όμως ανετράπη την
επόμενη ημέρα από το
ομοσπονδιακό εφετείο της
Ουάσιγκτον, το οποίο
επανέφερε προσωρινά τους
δασμούς, ώστε να
εξετάσει την έφεση της
κυβέρνησης.
Το
δικαστήριο είχε βασιστεί
στο σκεπτικό ότι η
εξουσία επιβολής φόρων
και δασμών ανήκει στο
Κογκρέσο και όχι στον
πρόεδρο, επικαλούμενο
τον Νόμο περί Διεθνών
Οικονομικών Εξουσιών
Έκτακτης Ανάγκης. Από
την πλευρά της, η
κυβέρνηση Τραμπ
εμφανίστηκε αμετακίνητη,
δηλώνοντας ότι θα
προχωρήσει είτε μέσω της
έφεσης είτε αξιοποιώντας
άλλες προεδρικές
εξουσίες.
Ο ίδιος
ο Τραμπ, μέσω ανάρτησής
του, υποστήριξε ότι μια
τέτοια απόφαση θα
περιόριζε επικίνδυνα τις
εξουσίες της προεδρίας
και θα υπονόμευε το
κύρος των ΗΠΑ. Οι
διεθνείς αντιδράσεις
ήταν συγκρατημένες, με
χώρες όπως η Βρετανία, η
Γερμανία και η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή να αποφεύγουν
ουσιαστικό σχολιασμό.
Οι
χρηματιστηριακές αγορές,
οι οποίες έχουν ήδη
επηρεαστεί αρνητικά από
τις διακυμάνσεις του
εμπορικού πολέμου,
αντέδρασαν με
περιορισμένη αισιοδοξία,
καθώς υπήρχαν προσδοκίες
για παρατεταμένη
δικαστική αντιπαράθεση.
Ενίσχυση
των εφοδιαστικών
αλυσίδων και αβεβαιότητα
Μέσα σε
αυτό το κλίμα, οι
επιχειρήσεις
προσανατολίζονται σε
ενίσχυση των
εφοδιαστικών αλυσίδων
τους, μεταφορά
δραστηριοτήτων σε
γειτονικές χώρες
(near-shoring) και
επέκταση σε νέες αγορές,
γεγονός που συνεπάγεται
επιπλέον κόστος.
Παρά τη
σημαντική οικονομική
ζημιά – άνω των 34 δισ.
δολαρίων σύμφωνα με το
Reuters – οι ίδιες οι
εταιρείες δηλώνουν
αδυναμία να προβλέψουν
το πλήρες κόστος. Μέχρι
το τέλος της περιόδου
ανακοίνωσης
αποτελεσμάτων,
τουλάχιστον 42
επιχειρήσεις έχουν
μειώσει τις εκτιμήσεις
τους, ενώ 16 τις
απέσυραν ή τις
ανέστειλαν εντελώς.
Ενδεικτικά, η Walmart
αρνήθηκε να παράσχει
πρόβλεψη για το τρίμηνο
και ανακοίνωσε αυξήσεις
τιμών, προκαλώντας την
αντίδραση του Τραμπ. Η
Volvo Cars απέσυρε την
πρόβλεψη κερδών για τα
επόμενα δύο έτη, ενώ η
United Airlines παρείχε
δύο διαφορετικά σενάρια,
επικαλούμενη την
αβεβαιότητα του
μακροοικονομικού
περιβάλλοντος.
Ο Τραμπ
έχει υποστηρίξει ότι οι
δασμοί θα μειώσουν το
εμπορικό έλλειμμα και θα
οδηγήσουν σε
επαναπατρισμό της
παραγωγής και των θέσεων
εργασίας, ενώ θα πιέσουν
χώρες όπως το Μεξικό να
περιορίσουν την παράνομη
μετανάστευση και τη
διακίνηση ναρκωτικών. Ο
εκπρόσωπος του Λευκού
Οίκου Kush Desai δήλωσε
πως η κυβέρνηση πιστεύει
ότι τελικά οι εμπορικοί
εταίροι των ΗΠΑ θα
αναγκαστούν να
επωμιστούν το κόστος των
δασμών.
Εταιρικές αναφορές για
τους δασμούς
Κατά τη
διάρκεια τηλεδιασκέψεων
για τα αποτελέσματα του
πρώτου τριμήνου, 360
εταιρείες του δείκτη S&P
500 (ποσοστό 72%)
αναφέρθηκαν στους
δασμούς, έναντι 150
εταιρειών (30%) στο
προηγούμενο τρίμηνο.
Στον STOXX 600, 219
εταιρείες αναφέρθηκαν
στους δασμούς, έναντι
161 προηγουμένως.
Αντίστοιχα, στον
ιαπωνικό δείκτη Nikkei,
ο αριθμός ανέβηκε στις
58 από 12.
Ο Rich
Bernstein, CEO της
Richard Bernstein
Advisors, επεσήμανε πως
πολλές επιχειρήσεις
αποφεύγουν πλέον να
δώσουν προβλέψεις, καθώς
η αβεβαιότητα καθιστά
επικίνδυνη οποιαδήποτε
καθοδήγηση. Σύμφωνα με
στοιχεία της LSEG, η
Wall Street εκτιμά πως
τα καθαρά κέρδη των
εταιρειών του S&P 500 θα
αυξάνονται κατά 5,1% ανά
τρίμηνο από τον Απρίλιο
ως τον Δεκέμβριο, έναντι
11,7% την αντίστοιχη
περίοδο του προηγούμενου
έτους.
|