|
Μια
κρίση φτιαγμένη στον
Λευκό Οίκο
Το θεμέλιο αυτής της
κρίσης είναι πολιτικό. Η
επαναφορά της κυβέρνησης
Τραμπ συνοδεύτηκε από
μια χαοτική αναθέρμανση
του εμπορικού πολέμου,
επιβολή δασμών χωρίς
ξεκάθαρη στρατηγική και
εξαγγελίες που θυμίζουν
περισσότερο
αυτοσχεδιασμό παρά
χάραξη πολιτικής.
Παράλληλα, το Κογκρέσο
ενέκρινε έναν
προϋπολογισμό που,
σύμφωνα με το CRFB,
προσθέτει 5,8 τρισ.
δολάρια στο έλλειμμα
μέσα στην επόμενη
δεκαετία – ποσό που
υπερβαίνει το κόστος των
περικοπών φόρων του
πρώτου όρου Τραμπ, τις
δαπάνες για την πανδημία
και το πακέτο Μπάιντεν
μαζί.
Η υπερχρέωση αυτή
έρχεται ενώ το δημόσιο
χρέος πλησιάζει το 120%
του ΑΕΠ και οι ανάγκες
αναχρηματοδότησης
αγγίζουν τα 9 τρισ. μέσα
σε έναν χρόνο.
Το παραμικρό τράνταγμα
στην εμπιστοσύνη των
αγορών μπορεί να
πυροδοτήσει ένα σπιράλ
ανόδου επιτοκίων,
δημοσιονομικής ασφυξίας
και ευρύτερης
χρηματοπιστωτικής
κρίσης. Οι κίνδυνοι δεν
είναι υποθετικοί· είναι
ήδη εμφανείς στο πριμ
κινδύνου που απαιτούν οι
επενδυτές για τα
αμερικανικά ομόλογα.
Η
κεντρική τράπεζα υπό
πίεση
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα
δέχεται πλέον ανοιχτά
πολιτικές πιέσεις. Ο
πρόεδρος Τραμπ ζητά
επίμονα μείωση
επιτοκίων, απειλεί τον
πρόεδρο της Fed Τζερόμ
Πάουελ και φλερτάρει με
την ιδέα διορισμού πιο
“συμμορφωμένων” προσώπων
στην ηγεσία της
τράπεζας.
Οι επενδυτές ανησυχούν
ότι η ανεξαρτησία της
Fed –ένας ακρογωνιαίος
λίθος της νομισματικής
σταθερότητας– μπορεί να
καταρρεύσει. Αν η Fed
αρχίσει να αγοράζει
κρατικό χρέος για να
στηρίξει τις αγορές,
υπάρχει ο κίνδυνος να
θεωρηθεί ότι
χρηματοδοτεί άμεσα το
έλλειμμα, υπονομεύοντας
περαιτέρω την
εμπιστοσύνη.
Η κυριαρχία του δολαρίου
έχει επιτρέψει στις ΗΠΑ
να διατηρούν χαμηλό
κόστος δανεισμού και να
ασκούν πίεση σε χώρες
όπως η Ρωσία και το Ιράν
μέσω οικονομικών
κυρώσεων. Όμως αυτό το
«εξωφρενικό προνόμιο»
αρχίζει να φθείρεται.
Η Κίνα, ενισχυόμενη από
την αμερικανική
αβεβαιότητα, στήνει το
δικό της παράλληλο
σύστημα: διμερείς
συμφωνίες σε γουάν με
χώρες όπως η Βραζιλία
και η Ρωσία, χορηγήσεις
ρευστότητας σε κεντρικές
τράπεζες φιλικών κρατών,
προσπάθεια διεθνοποίησης
του νομίσματός της. Η
αποδυνάμωση της
εμπιστοσύνης στο δολάριο
ενισχύει την κινεζική
στρατηγική.
Η παγίδα
του οικονομικού
εθνικισμού
Όπως εξηγεί σε ανάλυσή
του το Chatham House
κάποιοι εντός της
κυβέρνησης Τραμπ, όπως ο
Στιβ Μίραν ή ο
αντιπρόεδρος Τζ. Ντ.
Βανς, βλέπουν την
κυριαρχία του δολαρίου
ως κατάρα – μια
«ολλανδική ασθένεια» που
κρατά το δολάριο τεχνητά
υψηλό και την
αμερικανική βιομηχανία
μη ανταγωνιστική.
Υποστηρίζουν ότι η
αποδυνάμωση του
νομίσματος θα μειώσει το
εμπορικό έλλειμμα και θα
επαναφέρει τις
εργοστασιακές θέσεις
εργασίας. Όμως η ιδέα
ότι η Αμερική μπορεί να
αποσυρθεί από το διεθνές
νομισματικό σύστημα
χωρίς σοβαρές συνέπειες
για την παγκόσμια
σταθερότητα είναι
παραπλανητική – και
επικίνδυνη.
Ορισμένοι οικονομολόγοι,
όπως ο Μπάρι Άιχενγκριν
του Berkeley, θυμούνται
τη στερλίνα το 1956 και
το Σουέζ. Τότε, η
βρετανική πολιτική
αποσταθεροποίηση και η
απώλεια διεθνούς κύρους
οδήγησαν στο τέλος της
παγκόσμιας κυριαρχίας
του βρετανικού
νομίσματος.
Αν ο Τραμπ συνεχίσει να
αμφισβητεί θεμελιώδεις
αρχές της νομισματικής
αξιοπιστίας –ανεξαρτησία
της Fed, συνέπεια στη
δημοσιονομική πολιτική,
σεβασμός στο διεθνές
δίκαιο– το δολάριο
μπορεί να γνωρίσει μια
αντίστοιχη μοίρα.
Η απώλεια της
εμπιστοσύνης δεν γίνεται
απαραίτητα με θόρυβο.
Συχνά είναι αργή,
διαβρωτική και δύσκολα
αναστρέψιμη. Αλλά το
αποτέλεσμα είναι το
ίδιο: αύξηση κόστους
δανεισμού, αστάθεια στις
αγορές, απώλεια
παγκόσμιας επιρροής. Και
η τραγωδία είναι ότι
αυτή η εξέλιξη δεν είναι
προϊόν κάποιου
εξωτερικού σοκ, αλλά
αυτοπροκαλούμενη.
|