|
Στην
περίπτωση της
Beyond
Meat,
η προϋπόθεση για τη
μετατροπή ήταν η μετοχή
να φτάσει τα 206
δολάρια. Αντ’ αυτού,
κατέρρευσε στα 2
δολάρια. Τώρα, η
εταιρεία προτείνει στους
κατόχους των ομολόγων
μια συμφωνία που
μετατρέπει χρέος 1,2
δισ. δολαρίων σε νέο
ομόλογο αξίας μόλις
18 σεντς στο δολάριο,
με αντάλλαγμα την
απόκτηση του 75% των
μετοχών της
εταιρείας.
Το
βασικό πλεονέκτημα των
μετατρέψιμων ομολόγων
είναι ότι επιτρέπουν
στους εκδότες να
δανείζονται με
χαμηλότερο επιτόκιο
–συνήθως 1% έως 3%– χάρη
στη «λογική» πως η
ενσωματωμένη επιλογή
μετατροπής σε μετοχές
έχει αξία. Ωστόσο, κατά
τη διάρκεια της
χρηματιστηριακής
ευφορίας των ετών
2020–2021, οι επενδυτές
δέχονταν ακόμη και
μηδενικά επιτόκια,
πιστεύοντας ότι οι
μετοχές θα ανέβαιναν επ’
αόριστον.
Παρόμοιες εκδόσεις έχουν
εμφανιστεί ξανά
πρόσφατα, κυρίως στον
χώρο της τεχνολογίας
και της τεχνητής
νοημοσύνης, όπου η
ζήτηση για «καινοτόμες»
επενδύσεις έχει
επιστρέψει. Για
ορισμένες εταιρείες,
όπως οι
DraftKings,
Airbnb
και
Shake
Shack,
η τακτική αποδείχθηκε
ανώδυνη: οι μετοχές τους
διατηρήθηκαν ή και
ενισχύθηκαν, έστω όχι
αρκετά ώστε τα
μετατρέψιμα να «περάσουν
στο χρήμα».
Άλλες
εταιρείες, όπως η
Peloton,
αναγκάστηκαν να εκδώσουν
νέο –ακριβό– χρέος το
2024 για να
επαναγοράσουν τα
μηδενικά μετατρέψιμα
ομόλογά τους.
Στην
περίπτωση της
Beyond
Meat,
οι επενδυτές δέχονται
ένα επώδυνο μάθημα, αλλά
τουλάχιστον κερδίζουν
κάτι που μέχρι τώρα δεν
είχαν: τόκο. Το
νέο ομόλογο θα φέρει
επιτόκιο 7%,
δυνατότητα μετατροπής
εφόσον η μετοχή αυξηθεί
κατά 10% από τα σημερινά
επίπεδα, καθώς και
μπόνους 283 μετοχών
ανά ομόλογο αξίας 1.000
δολαρίων.
Για
όσους παρασύρθηκαν στη
μανία των «μηδενικών
επιτοκίων», η υπόθεση
Beyond
Meat
αποτελεί υπενθύμιση πως
η επενδυτική ευφορία
συχνά συνοδεύεται από
πολύ ακριβά μαθήματα
ρεαλισμού.

(Πηγή: Financial Times)
|