|
Η Alpha
Bank υπογραμμίζει ότι
αυτές οι ανησυχίες έχουν
εδραιωθεί στη συλλογική
μνήμη, ιδίως μετά τη
χρηματοπιστωτική κρίση
του 2008 και τη
μετέπειτα ελληνική κρίση
χρέους, δημιουργώντας
ένα μόνιμο αίσθημα
επιφυλακτικότητας.
Παρά
ταύτα, το ενδιαφέρον για
το πρόγραμμα «Σπίτι μου»
παραμένει υψηλό, χάρη
στο σημαντικό όφελος της
επιδότησης του 50% του
επιτοκίου. Το τελικό
επιτόκιο για το «Σπίτι
μου II», που
υπολογίζεται με βάση το
euribor συν ένα
περιθώριο 1,5%–1,7%,
διαμορφώνεται σήμερα
κοντά στο 2% — σημαντικά
χαμηλότερο από το μέσο
κυμαινόμενο επιτόκιο των
στεγαστικών δανείων στην
Ελλάδα (3,56%) και κάτω
από το μέσο ευρωπαϊκό
(4%).
Ωστόσο,
το κυμαινόμενο επιτόκιο
δεν προσφέρει
σταθερότητα σε βάθος
χρόνου 20–30 ετών. Παρά
τη σημερινή πτωτική τάση
του euribor, η
αβεβαιότητα που
χαρακτηρίζει τη διεθνή
οικονομία καθιστά
αβέβαιη την πορεία του
σε βάθος δεκαετιών. Για
παράδειγμα, για δάνειο
100.000 ευρώ, με
επιτόκιο 2%, η δόση
ανέρχεται στα 371 ευρώ
και η συνολική
αποπληρωμή φτάνει τα
133.423 ευρώ σε 30
χρόνια. Αν το επιτόκιο
αυξηθεί στο 4%, η
μηνιαία δόση ανεβαίνει
στα 484,4 ευρώ και η
συνολική επιβάρυνση
φτάνει τα 174.369 ευρώ,
δηλαδή κατά περίπου
40.000 ευρώ υψηλότερα.
Τα
τραπεζικά στελέχη
υπενθυμίζουν ότι η αγορά
κατοικίας με δανεισμό
είναι μακροχρόνια
δέσμευση και όχι
βραχυπρόθεσμη απόφαση,
προκρίνοντας σταθερά
επιτόκια για όσους
επιθυμούν προβλεψιμότητα
στο κόστος αποπληρωμής.
Σύμφωνα με στοιχεία της
ΕΚΤ, τα σταθερά επιτόκια
άνω των 10 ετών στην
Ελλάδα ανέρχονται κατά
μέσο όρο στο 3,87%,
έναντι 3,09% στην
Ευρωζώνη, με τάση
σύγκλισης.
Παρά
τους φόβους, η απόκτηση
κατοικίας μέσω
στεγαστικού δανείου
θεωρείται οικονομικά
συμφέρουσα σε σχέση με
την ενοικίαση, αφού το
52% των ενοικιαστών
δαπανά πάνω από το 30%
του εισοδήματός του για
στέγαση, έναντι 42% των
δανειοληπτών. Έτσι, η
επιλογή αγοράς
κατοικίας, αν και φέρει
ρίσκο, αποτελεί μια
ελκυστική εναλλακτική
έναντι της διαρκούς
αβεβαιότητας της
μίσθωσης.
|