|
Το
ψηφιακό ευρώ θα
αποτελέσει την
ηλεκτρονική μορφή του
μετρητού, εκδιδόμενο από
την ΕΚΤ αλλά
διακινούμενο μέσω των
εμπορικών τραπεζών. Οι
πολίτες θα το
χρησιμοποιούν για
πληρωμές και μεταφορές
με ταχύτητα, ασφάλεια
και την εγγύηση της
ευρωζώνης. Ωστόσο, για
τον τραπεζικό κλάδο, η
προοπτική αυτή είναι
διττή: μια τεχνολογική
πρόκληση και ταυτόχρονα
μια πιθανή απειλή για
την κερδοφορία του.
Σύμφωνα
με την
PwC,
το κόστος προσαρμογής
των τραπεζών στο νέο
σύστημα ενδέχεται να
φτάσει τα 30 δισ. ευρώ
συνολικά, με κάθε ίδρυμα
να επενδύει κατά μέσο
όρο 110 εκατ. ευρώ και
να δεσμεύει έως και το
46% του προσωπικού του
επί τέσσερα χρόνια —
χωρίς ακόμη σαφές
όφελος. Οι τράπεζες
υπενθυμίζουν ότι έχουν
ήδη επενδύσει σημαντικά
ποσά σε καινοτόμες
λύσεις πληρωμών, όπως το
Bizum,
το οποίο από το 2026 θα
επεκταθεί και στο
λιανικό εμπόριο με
δυνατότητα άμεσων
συναλλαγών.
Οι
ευρωπαϊκές τράπεζες
ζητούν το ψηφιακό ευρώ
να αξιοποιεί τις
υπάρχουσες υποδομές
πληρωμών, ώστε να
αποφευχθούν επικαλύψεις
και σπατάλες, ενώ
παράλληλα πιέζουν για
δίκαιο μοντέλο
αποζημίωσης. Όπως
σημειώνει η ΕΚΤ, οι
ευρωπαίοι έμποροι
καταβάλλουν σήμερα 3–4
δισ. ευρώ ετησίως σε
προμήθειες για
συναλλαγές με κάρτες
Visa
και
Mastercard
— κόστος που το ψηφιακό
ευρώ θα μπορούσε να
περιορίσει, μειώνοντας
όμως τα έσοδα των
τραπεζών.
Στόχος
του Ευρωσυστήματος δεν
είναι να εκτοπίσει τις
ιδιωτικές λύσεις
πληρωμών, αλλά να
διασφαλίσει την
ευρωπαϊκή αυτονομία και
ασφάλεια απέναντι στα
ιδιωτικά ψηφιακά
νομίσματα (“stablecoins”),
τα οποία η ΕΚΤ θεωρεί
πιθανή απειλή για τη
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα και τη
δημοκρατική εποπτεία.
Οι
επόμενοι μήνες θα είναι
καθοριστικοί. Η ΕΕ
στοχεύει στην πλήρη
λειτουργία του ψηφιακού
ευρώ έως το 2028, ενώ οι
τράπεζες επισπεύδουν τις
τεχνολογικές προσαρμογές
τους για να μη μείνουν
πίσω στη νέα εποχή — μια
εποχή όπου το χρήμα
παύει να είναι χαρτί ή
πλαστικό και
μετατρέπεται σε κώδικα.
|