|
Η αύξηση
του αριθμού των
ξενοδοχειακών μονάδων
συνοδεύτηκε από βελτίωση
του επιπέδου των
υποδομών, αφού μεταξύ
2004-2024 αυξήθηκε ο
αριθμός των μονάδων με
τέσσερα και πέντε
αστέρια (κατά 6,0 και
2,1 φορές αντίστοιχα)
και των κλινών (κατά 4,4
και 1,6 φορές) και
μειώθηκαν τα αντίστοιχα
μεγέθη των ξενοδοχείων
με ένα και δύο αστέρια.
Παράλληλα, αυξήθηκε η
δυναμικότητά τους κατά
15,3%, σημειώνει η
Eurobank.
Το
μεγαλύτερο ποσοστό
δωματίων και κλινών
συγκεντρώνεται στα
ξενοδοχεία μικρού (άνω
του 41%) και μεσαίου
μεγέθους (περίπου 22%),
αλλά παρατηρείται μείωση
των παραπάνω μεγεθών σε
ξενοδοχεία μικρού και
πολύ μικρού μεγέθους και
αύξησή τους σε
ξενοδοχεία μεσαίου και
μεγάλου μεγέθους.
Στο
μεγαλύτερο ποσοστό τους
τα ξενοδοχεία
ενοικιαζόμενων δωματίων
και τα camping
βρίσκονται κυρίως σε
περιοχές που
χαρακτηρίζονται
αγροτικές, αν και αυτό
μειώνεται κατά την
περίοδο 2012-2023 και
αυξάνεται το ποσοστό
τους σε επαρχιακές
πόλεις και μεγάλα αστικά
κέντρα.
«Το
συγκεκριμένο εύρημα
καταδεικνύει τη θετική
συμβολή του τουρισμού,
δηλαδή της ενίσχυσης των
εισοδημάτων και της
απασχόλησης κυρίως σε
περιοχές εκτός των
αστικών κέντρων, που δεν
έχουν πολλές άλλες
οικονομικές
δραστηριότητες, και
επομένως βοηθάει στη
συγκράτηση του πληθυσμού
σε αυτές τις περιοχές»,
αναφέρει η μελέτη που
υπογράφουν οι δρ Τάσος
Αναστασάτος, επικεφαλής
οικονομολόγος, δρ
Στυλιανός Γώγος,
ερευνητής οικονομολόγος,
∆ημήτριος Εξαδάκτυλος,
στατιστικός αναλυτής και
δρ Κωνσταντίνος Πέππας,
ερευνητής οικονομολόγος
της τράπεζας.
Σχετικά
με τα καταλύματα
βραχυχρόνιας μίσθωσης,
την τριετία 2022-2024,
για το σύνολο της χώρας
και το σύνολο του έτους,
παρουσιάζουν κατά μέσον
όρο χαμηλότερο ποσοστό
πληρότητας (30,1%) και
χαμηλότερη μέση διάρκεια
παραμονής (3,7 ημέρες)
συγκριτικά με τα
ξενοδοχεία (56,1% και
4,0 ημέρες). Εξάλλου,
την περίοδο 2018-2024 η
Ελλάδα παρουσιάζει από
τις υψηλότερες αυξήσεις
στον συνολικό αριθμό
διανυκτερεύσεων σε
καταλύματα βραχυχρόνιας
μίσθωσης (123,1%) μεταξύ
ανταγωνιστικών αγορών
(Γαλλία, Ισπανία,
Ιταλία, Κροατία, Κύπρος,
Μάλτα, Πορτογαλία),
κυρίως λόγω αύξησης των
ταξιδιωτικών αφίξεων.
Μεγάλες επενδύσεις
Η αύξηση
των ξενοδοχείων των
υψηλότερων κατηγοριών,
αλλά και των άλλων
μονάδων είναι αποτέλεσμα
μιας κλιμακούμενης
επενδυτικής
δραστηριότητας από
ελληνικά και ξένα
κεφάλαια.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι
περισσότερα από 450
καινούργια ξενοδοχεία
πέντε και τεσσάρων
αστέρων και άλλα 244
τριών αστέρων ξεκίνησαν
να λειτουργούν την
τελευταία πενταετία,
σύμφωνα με στοιχεία του
Ξενοδοχειακού
Επιμελητηρίου Ελλάδος,
μαρτυρώντας την αλματώδη
ανάπτυξη του ελληνικού
τουρισμού. Αριθμός που
αντιστοιχεί σε σχεδόν
τρία καινούργια
ξενοδοχεία κάθε εβδομάδα
από το 2019 έως σήμερα.
Πρόκειται για μία
ανάπτυξη που έχει
σημαντικές θετικές
επιπτώσεις στην
οικονομική δραστηριότητα
της χώρας, ενώ παράλληλα
δημιουργεί και
προκλήσεις που
σχετίζονται με τη
χωροθέτηση αυτών των
μονάδων, τις υποδομές
που απαιτούνται για να
τις υποστηρίξουν, αλλά
και το αποτύπωμά τους
στο περιβάλλον, τις
τοπικές κοινωνίες και
τον χαρακτήρα των
προορισμών στους οποίους
αναπτύσσονται. Η αξία
των επενδύσεων αυτών,
για την κατασκευή
καινούργιων κτιρίων ή
την αναβάθμιση
υφισταμένων εκτιμάται
στα 2,5 δισ. ευρώ
ετησίως περίπου ή κοντά
στα 12 δισ. στην
πενταετία.
Το ίδιο
διάστημα, δηλαδή, από το
2019 έως και το 2024
διέκοψαν οριστικά τη
λειτουργία τους 570
μικρότερες μονάδες, ενός
και δύο αστέρων, γεγονός
που δείχνει ότι ο χώρος
για τους μικρούς
ξενοδόχους είναι όλο και
λιγότερος, ενώ τα
επενδυτικά κεφάλαια
εστιάζουν σε
ξενοδοχειακά ακίνητα που
μπορούν να προσφέρουν
καλύτερες υπηρεσίες και
επομένως να αξιώσουν
υψηλότερες τιμές από
τους πελάτες τους.
Τα
μεγέθη αυτά προκύπτουν
από τα στοιχεία για το
ξενοδοχειακό δυναμικό
της χώρας στα τέλη του
2024 που έχει
επεξεργαστεί το
Ινστιτούτο Τουριστικών
Ερευνών και Προβλέψεων
(ΙΤΕΠ) για λογαριασμό
του Ξενοδοχειακού
Επιμελητηρίου Ελλάδος
(ΞΕΕ). Σύμφωνα με αυτά
τα δεδομένα, στα τέλη
του 2024 στην Ελλάδα
υπήρχαν σε λειτουργία
10.104 ξενοδοχεία
συνολικά όλων των
κατηγοριών έναντι 9.971
ξενοδοχείων στα τέλη του
2019. Και τα 10.104 αυτά
ξενοδοχεία διαθέτουν
447.363 δωμάτια με
894.854 κρεβάτια. Στην
πραγματικότητα από το
2019 έως το 2024 οι
διαθέσιμες κλίνες έχουν
αυξηθεί κατά 38.507.
|