|
Επιπρόσθετη πίεση ασκεί
η αναπόφευκτη άνοδος των
επενδύσεων στην
τεχνολογία, με τα
πιστωτικά ιδρύματα να
έχουν εισέλθει σε μία
κούρσα μετασχηματισμού
κόντρα και στις neobank
που διευρύνουν σταθερά
τα μερίδιά τους.
Τέλος,
σε υψηλότερα επίπεδα
οδηγεί τα σχετικά μεγέθη
η σταδιακή ενοποίηση των
θυγατρικών που
εξαγοράζουν οι εγχώριοι
όμιλοι, εντός και εκτός
συνόρων.
Εν
προκειμένω βέβαια,
υπάρχουν σημαντικές
συνέργειες που θα
αξιοποιήσουν τα επόμενα
χρόνια, ενισχύοντας τους
δείκτες
αποτελεσματικότητας.
Σύμφωνα
με τα στοιχεία
εννεαμήνου 2025 που
έδωσαν στη δημοσιότητα
το προηγούμενο 10ήμερο
οι τέσσερις συστημικοί
όμιλοι, τα συνολικά τους
έξοδα αυξήθηκαν σε
ετήσια βάση κατά 6,5% ή
175 εκατ. ευρώ.
Το 30%
σχεδόν αυτής της
επιβάρυνσης προήλθε από
την άνοδο των
μισθολογικών δαπανών
στην Ελλάδα, η οποία
έφτασε τα 50 εκατ. ευρώ
σε σύγκριση με την
αντίστοιχη περίοδο του
2024.
Η
επόμενη ημέρα
Ως
αποτέλεσμα των παραπάνω,
ο δείκτης κόστος προς
έσοδα και των τεσσάρων
συστημικών ομίλων
επιβαρύνθηκε τους
τελευταίους μήνες, αν
και παραμένει σημαντικά
πιο χαμηλός από τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Πρόκειται για μία
εξέλιξη που συνδέεται
ωστόσο όχι μόνο με την
αύξηση των δαπανών, αλλά
και με τη μείωση των
εσόδων, τα οποία μετά το
ιστορικό υψηλό τους
πέρυσι, λόγω της
αυστηροποίησης της
νομισματικής πολιτικής
από την ΕΚΤ, υποχωρούν
τώρα που τα επιτόκια
πέφτουν.
Οι
τραπεζικές διοικήσεις
στοχεύουν στη συγκράτηση
της ανόδου του σχετικού
δείκτη τα επόμενα
χρόνια, δια της
ενίσχυσης των εσόδων με
μεγαλύτερο ρυθμό σε
σχέση με τα έξοδα.
Αναφορικά με τις
δαπάνες, δεδομένη
θεωρείται η περαιτέρω
αύξηση των επενδύσεων
στην τεχνολογία.
Στο
πλαίσιο αυτό, θα
αναζητηθούν άλλα πεδία
για εξοικονόμηση πόρων.
Σύμφωνα
με αναλυτή, αναπόφευκτα
το βάρος θα πέσει στο
δίκτυο και στο ανθρώπινο
δυναμικό.
Συγκεκριμένα, αναμένει
νέα προγράμματα
εθελουσίας εξόδου, τα
οποία θα τρέξουν μέχρι
και τις αρχές του 2026,
αλλά και ενδεχόμενη
περαιτέρω αναδιοργάνωση
της φυσικής παρουσίας
των συστημικών ομίλων,
μετά από μία διετία
σταθεροποίησής της.
Τα νούμερα ανά όμιλο
Τα έξοδα
ανά τράπεζα κινούνται το
2025 ως εξής:
Alpha
Bank
Η
τράπεζα εμφάνισε αύξηση
μόλις 1,5% σε ετήσια
βάση στο γ΄ τρίμηνο της
εφετινής χρήσης στις
λειτουργικές της
δαπάνες, εξέλιξη που η
διοίκησή της την
αποδίδει στο τελευταίο
πρόγραμμα εθελουσίας
εξόδου και στα οφέλη από
τις επενδύσεις στο IT.
Μικρότερη ήταν η ετήσια
άνοδός τους σε επίπεδο
εννεαμήνου (+1%).
Ωστόσο,
η τράπεζα εκτιμά ότι το
επόμενο διάστημα η πίεση
στο κόστος λειτουργίας
θα επανέλθει σε
φυσιολογικά (υψηλότερα)
επίπεδα.
Στο γ΄
τρίμηνο του 2025 ο
δείκτης κόστος προς
έσοδα διαμορφώθηκε σε
41% από 39% στο β΄
τρίμηνο 2025 και 36% στο
α΄ τρίμηνο 2025.
Eurobank
Τα
λειτουργικά έξοδα σε
επίπεδο ομίλου αυξήθηκαν
κατά 23,3%, κυρίως λόγω
της εξαγοράς της
Ελληνικής Τράπεζας στην
Κύπρο.
Εάν
εξαιρεθεί η κίνηση αυτή,
ενισχύθηκαν στο
εννεάμηνο κατά 6%.
Ως
αποτέλεσμα, σε επίπεδο
ομίλου ο δείκτης κόστος
προς έσοδα αυξήθηκε στο
γ΄ τρίμηνο του 2025 σε
38,4% από 34,3% ένα
χρόνο νωρίτερα.
Στην
Ελλάδα, το μεγαλύτερο
μέρος της αύξησης στις
λειτουργικές δαπάνες,
περίπου το 50% προήλθε
από την άνοδο του
μισθολογικού κόστους και
ακολούθησε ο τομέας του
ΙΤ.
Η
διοίκηση της τράπεζας
σχεδιάζει την αύξηση των
επενδύσεων στην
Πληροφορική κατά 50% από
την επόμενη χρονιά, με
στόχο τον περαιτέρω
ψηφιακό της
εκσυγχρονισμό, ώστε να
είναι σε θέση να
ανταγωνιστεί τις
neobanks.
Εθνική
Τράπεζα
Οι
συνολικές λειτουργικές
δαπάνες αυξήθηκαν κατά
7,3% στο εννεάμηνο του
2025.
Τα έξοδα
για το προσωπικό
ενισχύθηκαν σε ετήσια
βάση κατά 6,8%, μεταβολή
που αντικατοπτρίζει τις
αυξήσεις των μισθών και
τις νέες προσλήψεις
εργαζομένων.
Οι
λοιπές δαπάνες αυξήθηκαν
ετησίως κατά 7,9%,
κυρίως λόγω του μεγάλου
επενδυτικού πλάνου στο
IT, ύψους 1 δισ. ευρώ,
που ξεκίνησε το 2020 και
βαίνει προς ολοκλήρωση.
Ως
αποτέλεσμα, ο δείκτης
κόστος προς έσοδα
διαμορφώθηκε στο εφετινό
εννεάμηνο σε 32,8% από
29,3% αντίστοιχα πέρυσι.
Τράπεζα
Πειραιώς
Η
τράπεζα έχει επιτύχει να
διατηρήσει σταθερά τα
επαναλαμβανόμενα έξοδά
της, λόγω των
επιτυχημένων δράσεων
εθελουσίας εξόδου που
έχει ολοκληρώσει.
Ταυτόχρονα, αύξησε τις
δαπάνες για το ΙΤ κατά
40% τη διετία 2024 –
2025 κατά μέσο όρο σε
σχέση με την περίοδο
2022 – 2023.
Ο
δείκτης κόστος προς
έσοδα διαμορφώθηκε στο
γ΄ τρίμηνο του 2025 σε
33% από 30% ένα χρόνο
νωρίτερα.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|