|
Είναι
χαρακτηριστικό ότι την
τριετία 2022 – 2024
οι τέσσερις συστημικοί
όμιλοι εμφάνισαν καθαρό
αποτέλεσμα άνω των 11
δισ. ευρώ, το οποίο
συνέβαλε καθοριστικά
στην εσωτερική
δημιουργία κεφαλαίου.
Ανάλογη
αύξηση σημείωσε και ο
συνολικός δείκτης
κεφαλαιακής επάρκειας,
λόγω των νέων εκδόσεων
ομολόγων, στο πλαίσιο
της υποχρέωσης MREL,
κινούμενος πλέον στη
ζώνη του 20%.
Πρόκειται για επιδόσεις
υποστηρικτικές στην
ευστάθεια του τραπεζικού
συστήματος, καθώς
λειτουργουν ως βασική
γραμμή άμυνας έναντι των
κινδύνων που ελλοχεύουν
λόγω του διεθνούς
περιβάλλοντος αστάθειας.
Στα
τελευταία τρίμηνα
καταγράφεται
σταθεροποίηση των
δεικτών κεφαλαιακής
επάρκειας
Η
στρατηγική
Ταυτόχρονα, δημιουργούν
χώρο για την άνετη
υλοποίηση της
στρατηγικής των
τραπεζικών διοικήσεων, η
οποία στοχεύει
ταυτόχρονα στα εξής:
–
Επιτάχυνση των ρυθμών
πιστωτικής επέκτασης
–
Μεγέθυνση μέσω
εξαγορών, τόσο εγχωρίως,
όσο και διεθνώς
–
Ανταμοιβή των μετόχων
–
Ενίσχυση της ποιότητας
των ιδίων κεφαλαίων τους
Όπως
επισημαίνουν αναλυτές
που παρακολουθούν τον
κλάδο, στα τελευταία
τρίμηνα καταγράφεται
σταθεροποίηση των
δεικτών κεφαλαιακής
επάρκειας, παρά τις 3
ακόλουθες πηγές πίεσης:
1. Τη
διανομή μερίσματος σε
μετρητά και με
επαναγορές ιδίων
μετοχών, η οποία
ξεκίνησε πέρυσι και θα
συνεχιστεί τα επόμενα
χρόνια με μεγαλύτερα
ποσοστά διάθεσης των
κερδών, που για
ορισμένους ομίλους δεν
αποκλείεται να
πλησιάσουν το 70%.
2. Την
επιτάχυνση του ρυθμού
μείωσης του ποσοστού του
αναβαλλόμενου φόρου στα
τραπεζικά κεφάλαια.
Πρόκειται για το
μοναδικό μειονέκτημα του
εγχώριου κλάδου σε σχέση
με τον ευρωπαϊκό, το
οποίο οι διοικήσεις των
τεσσάρων μεγάλων ομίλων
επιδιώκουν να
αντιμετωπίσουν μέχρι τις
αρχές της επόμενης
δεκαετίας. Για το λόγο
αυτό θα προχωρήσουν σε
εμπροσθοβαρή απόσβεση
του DTC.
3. Την
επίπτωση από την
εφαρμογή των κανόνων της
Βασιλείας IV.
Ορισμένοι αναλυτές την
τοποθετούν στα επίπεδα
των 10 – 40 μονάδων
βάσης, ενώ τραπεζικοί
κύκλοι δεν αποκλείουν
εφέτος να φτάσει στις 60
μονάδες βάσης.
Οι
προβλέψεις
Παρά
λοιπόν τις παραπάνω
προκλήσεις, οι
διοικήσεις των
συστημικών ομίλων
βλέπουν περαιτέρω
ενίσχυση των δεικτών
κεφαλαιακής επάρκειας τα
επόμενα χρόνια, με
οργανικό τρόπο, δηλαδή
μέσω της κερδοφορίας.
Οι
εκτιμήσεις τους, όπως
αυτές αποτυπώνονται στα
επιχειρησιακά πλάνα της
τρέχουσας τριετίας,
είναι οι εξής:
– Στην Alpha
Bank ο δείκτης
CET1 στο τέλος του 2024
βρισκόταν στο 16,3%.
Με βάση
το αρχικό business plan
που είχε παρουσιαστεί
στις αρχές του 2025, ο
δείκτης θα ανέρχονταν σε
επίπεδα υψηλότερα του
17% στο τέλος του 2027.
Ωστόσο,
μετά τις συμφωνίες για
τις εξαγορές των
AstroBank και AXIA, θα
υπάρξει επίπτωση 60
μονάδων βάσης.
Έτσι, ο
δείκτης αναμένεται να
διαμορφωθεί σε επίπεδα
υψηλότερα του 16%,
περίπου στα ίδια επίπεδα
με το 2024.
Κι αυτό
παρά τις προοπτικές για
επιτάχυνση των ρυθμών
πιστωτικής επέκτασης,
την αυξανόμενη διανομή
μερίσματος και την
επιτάχυνση της απόσβεσης
του DTC.
– Στη Eurobank o
δείκτης CET1 είχε
ανέλθει στο τέλος του
2024 σε 15,7%.
Για
εφέτος η διοίκησή της
εκτιμά ότι θα
παρουσιάσει οριακή άνοδο
στο 15,8%.
Κι αυτό
διότι τα υψηλά καθαρά
κέρδη θα αναπληρώσουν
τις απώλειες από την
μεγέθυνση του
ενεργητικού της, τις
εξαγορές στην Κύπρο και
από τη Βασιλεία.
Στο
τέλος του 2027 ο δείκτης
αναμένεται να βρεθεί στο
16%, υψηλότερα κατά 330
μονάδες βάσης πάνω από
τα ελάχιστα εποπτικά
όρια.
– Η Εθνική
Τράπεζα διατηρούσε
στο τέλος της περυσινής
χρήσης τον πιο υψηλό
δείκτη CET1 στο 18,3%,
καθώς ακόμη δεν έχει
προχωρήσει σε κάποια
κίνηση εξαγοράς.
Με βάση
τις παραδοχές του
επιχειρησιακού της
σχεδίου, το 2027 μετά
τις διανομές μερισμάτων,
ο δείκτης θα βρίσκεται
υψηλότερα του 18%.
Αυτό θα
καταστεί εφικτό μέσω της
ισχυρής καθαρής
κερδοφορίας, η οποία θα
απορροφήσει τις απώλειες
από την πιστωτική
επέκταση, τη μεγέθυνση
του ενεργητικού με μη
οργανικό τρόπο, τις
επιπτώσεις της Βασιλείας
και την ταχύτερη
απόσβεση του DTC.
– Στην Πειραιώς ο
δείκτης CET1
διαμορφώθηκε σε 14,5% το
Δεκέμβριο του 2024.
Στο
τέλος του 2025 θα
κινηθεί μεταξύ 14,5% –
15%, παρά την επίδραση
της Βασιλείας, τις
διανομές μερισμάτων και
την πρόσθετη απόσβεση
DTC.
Για τη
συνέχεια η διοίκηση της
τράπεζας αναμένει
σταδιακή αύξηση της
τάξης των 50 μονάδων
βάσης κατά μέσο όρο ανά
χρήση.
Στο
τέλος του 2028 εκτιμάται
ότι ο δείκτης θα έχει
αναρριχηθεί στο 16,5%.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|