|
Ο κ.
Χατζηνικολάου επισήμανε
ότι η αυξημένη
αβεβαιότητα που
προκαλείται από τα νέα
μέτρα των ΗΠΑ και τις
αντίστοιχες αντιδράσεις
άλλων χωρών προκαλεί
έντονο προβληματισμό.
Όπως είπε, βρισκόμαστε
σε φάση αξιολόγησης των
μακροοικονομικών
επιδράσεων. Η ευρωπαϊκή
οικονομία, με τον
εξωστρεφή της χαρακτήρα,
είναι ευάλωτη, ενώ η
Ελλάδα – αν και έχει
περιορισμένες εμπορικές
σχέσεις με τις ΗΠΑ –
ενδέχεται να υποστεί
έμμεσες πιέσεις, κυρίως
από την κάμψη του
παγκόσμιου εμπορίου.
Αυτό θα μπορούσε να
επηρεάσει δύο βασικούς
τομείς της εγχώριας
οικονομίας: τον τουρισμό
και τη ναυτιλία.
Επιτόκια
και προοπτικές
Ένα
ακόμα ζήτημα που
απασχολεί τις τράπεζες
είναι η πορεία των
επιτοκίων. Πιθανή
μεγαλύτερη από την
αναμενόμενη μείωση του
κόστους χρήματος στη
ζώνη του ευρώ θα
μπορούσε να επηρεάσει
αρνητικά τα έσοδα από
τόκους, ιδίως από το
υπάρχον χαρτοφυλάκιο
δανείων. Ο πρόεδρος της
Πειραιώς ανέφερε ότι ενώ
μέχρι πρότινος υπήρχαν
προβλέψεις για μείωση
των επιτοκίων κατά 0,50%
μέσα στο 2025, οι
εξελίξεις σε γεωπολιτικό
και δημοσιονομικό
επίπεδο – όπως η αύξηση
των αμυντικών δαπανών
στην Ευρώπη – ενδέχεται
να περιορίσουν τις
προσδοκίες σε μια
μικρότερη μείωση, της
τάξης των 25 μονάδων
βάσης, με αποτέλεσμα το
βασικό επιτόκιο να
διαμορφωθεί στο 1,75%.
Αυτή η
εξέλιξη δεν έχει
ενσωματωθεί στους
επιχειρησιακούς
σχεδιασμούς που
παρουσίασαν πρόσφατα οι
τράπεζες, όπου η υπόθεση
για τα επιτόκια
σταματούσε στο 2%. Αν
τελικά επιβεβαιωθεί ένα
σενάριο μεγαλύτερης
νομισματικής χαλάρωσης,
αυτό θα περιορίσει το
περιθώριο κέρδους. Από
την άλλη πλευρά, θα
μπορούσε να ενισχύσει τη
ζήτηση για δανεισμό,
καθώς οι όροι
χρηματοδότησης θα γίνουν
πιο ελκυστικοί.
Διεύρυνση εσόδων και νέα
στρατηγική
Οι
τράπεζες προχωρούν
επίσης σε κινήσεις για
ενίσχυση της κερδοφορίας
μέσα από διαφοροποίηση
των πηγών εσόδων. Η
Τράπεζα Πειραιώς, για
παράδειγμα, παρουσίασε
τις προβλέψεις της για
την αύξηση των καθαρών
κερδών της, μετά την
εξαγορά της Εθνικής
Ασφαλιστικής, βάσει της
συμφωνίας που υπεγράφη
στις αρχές Μαρτίου.
Σύμφωνα
με τον διευθύνοντα
σύμβουλο, η συμφωνία θα
ενισχύσει τη δυνατότητα
δημιουργίας εσόδων από
προμήθειες, σε επίπεδα
που ανταποκρίνονται στις
διεθνείς πρακτικές, ενώ
ταυτόχρονα ενδυναμώνει
την ανταγωνιστικότητα
της τράπεζας, χωρίς
αύξηση του λειτουργικού
κόστους. Παράλληλα,
εκτιμάται ότι θα υπάρξει
άμεση βελτίωση των
οικονομικών μεγεθών: τα
κέρδη ανά μετοχή
αναμένεται να αυξηθούν
κατά περίπου 5%, ενώ η
απόδοση ενσώματων ιδίων
κεφαλαίων θα ενισχυθεί
κατά μία ποσοστιαία
μονάδα.
|