Αλλαγή
σκηνικού για τις τράπεζες θα σηματοδοτούσε η
ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από το
ελληνικό Δημόσιο, καθιστώντας ελκυστικές τις
ελληνικές τράπεζες σε επενδυτές μεγάλου βάθους,
ενόψει των υψηλών αναγκών άντλησης κεφαλαίων
αλλά και της στρατηγικής αποεπένδυσης που είναι
προ των πυλών.
Όπως γράφει το Money
Review, μια τέτοια
εξέλιξη θα άνοιγε τον
δρόμο για την κάλυψη των
υποχρεώσεων ύψους 15 δισ.
ευρώ που έχουν οι
τράπεζες τα προσεχή
χρόνια με χαμηλό κόστος,
εξοικονομώντας, σύμφωνα
με τις εκτιμήσεις των
ελληνικών τραπεζών, έως
και 300 εκατ. ευρώ για
τις τέσσερις συστημικές
τράπεζες. Αυτό κάτω υπό
κανονικές συνθήκες, όπως
υπογραμμίζουν, δηλαδή με
βάση την εκτίμηση ότι το
μέσο κόστος θα μπορούσε
να μειωθεί περίπου στο
2% έναντι 3% που
υπολόγιζαν οι τράπεζες
ότι θα είναι το μέσο
κόστος άντλησης
κεφαλαίων και όχι 5%-6%
που βρίσκονται σήμερα οι
τιμές των ομολόγων που
εξέδωσαν τα πιστωτικά
ιδρύματα την τελευταία
2ετία – και πάντως πριν
από την εισβολή της
Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η εξοικονόμηση τόκων σε
μια περίοδο απομόχλευσης
του ενεργητικού των
ελληνικών τραπεζών λόγω
των εκτεταμένων πωλήσεων
και τιτλοποιήσεων, που
συμπαρασύρει σε
δραματική μείωση των
εσόδων από τόκους –παρά
την πιστωτική επέκταση
που σημειώνεται–
αποτελεί, όπως εξηγούν
αρμόδια τραπεζικά
στελέχη, θέμα υψίστης
σημασίας. Εκτός από το
άμεσο όφελος θα οδηγούσε
στη μείωση του
πιστωτικού κινδύνου,
αλλάζοντας το προφίλ των
ελληνικών τραπεζών και
ανοίγοντας τον δρόμο για
την καλύτερη τιμολόγηση
των πελατών τους σε μια
περίοδο που η ρευστότητα
στην οικονομία θα
αποτελέσει κλειδί για τη
στήριξη της ανάπτυξης.
Πολύ περισσότερο η
ανάκτηση της επενδυτικής
βαθμίδας θα εξασφάλιζε
την άνετη πρόσβαση στις
αγορές και θα διεύρυνε
τις πηγές άντλησης των
απαιτούμενων κεφαλαίων,
καθώς οι ελληνικές
τράπεζες θα απευθύνονταν
πλέον σε επενδυτές
μεγάλου κύρους και όχι
κυρίως σε hedge funds
που είναι σήμερα οι
βασικοί χρηματοδότες των
ελληνικών εκδόσεων και
των οποίων το capacity
δείχνει να εξαντλείται.
Την τάση αυτή, δηλαδή
του κορεσμού της
επενδυτικής βάσης,
επιβεβαίωσαν οι
τελευταίες εκδόσεις που
«πρόλαβαν» να εκτελέσουν
οι ελληνικές τράπεζες το
γ΄ και το δ΄ τρίμηνο του
2021, λίγο πριν από το
ξέσπασμα της «τέλειας
καταιγίδας», όπως
χαρακτήρισε ο διοικητής
της ΤτΕ Γιάννης
Στουρνάρας την ακολουθία
πανδημίας και
γεωπολιτικής κρίσης.
Στις εκδόσεις αυτές,
όπως εξηγούν πηγές στην
«Κ», συμμετείχαν και οι
ίδιες οι τράπεζες,
καλύπτοντας η μία τη
ζήτηση της άλλης,
προκειμένου να
ολοκληρωθούν συναλλαγές
ύψους 1,5 δισ. «Αν δεν
υπήρχε το ελληνικό bid η
εκτέλεση αυτών των
συναλλαγών θα είχε
δυσκολίες και πιθανόν να
απαιτούνταν υψηλότερο
yield για να εκτελεστούν»,
εξηγούν στελέχη της
αγοράς, σημειώνοντας ότι
η ανάκτηση της
επενδυτικής βαθμίδας θα
απάλλασσε τις τράπεζες
από το «άγχος» εκτέλεσης
των συναλλαγών στο
μέλλον και φυσικά από το
κόστος, καθώς «η
συζήτηση θα γινόταν σε
άλλη βάση και με
επενδυτές άλλου προφίλ
και μεγάλου βάθους».
«Οι πελάτες που
αγοράζουν ομόλογα
ελληνικών τραπεζών είναι
οι high yield επενδυτές,
οι οποίοι όμως δεν έχουν
το ίδιο βάθος και το
ίδιο μέγεθος που έχουν
αυτοί που ασχολούνται με
investment grade
επενδύσεις. Η διαφορά
μπορεί να είναι 1 προς
100, δηλαδή εάν τα hedge
funds έχουν 1 δισ. ευρώ
να διαθέσουν, αυτοί που
επενδύουν σε investment
grade μπορεί να έχουν
100 φορές περισσότερα
κεφάλαια να επενδύσουν»,
εξηγούν οι ίδιες πηγές,
επισημαίνοντας ότι η
επενδυτική βαθμίδα θα
διευκολύνει τόσο την
απορρόφηση των
τραπεζικών τίτλων όσο
και την τιμολόγησή τους.
Η κατάσταση που
επικρατεί σήμερα σε ό,τι
αφορά τις αποδόσεις των
ομολόγων που έχουν
εκδώσει την τελευταία
2ετία οι ελληνικές
τράπεζες είναι
απαγορευτική, καθώς το
κόστος έχει διπλασιαστεί
σε σχέση με τα ισχύοντα
την περίοδο πριν από το
ξέσπασμα της
γεωπολιτικής κρίσης.
Ακόμη όμως και πριν από
τις τρέχουσες εξελίξεις
τα spreads των εκδόσεων
των ελληνικών τραπεζών
σε σχέση με αυτά του
ελληνικού Δημοσίου ήταν
πάνω από τις 200 μονάδες
βάσης (σήμερα είναι πάνω
από τις 300), όταν τα
αντίστοιχα spreads των
ιταλικών ή των ισπανικών
τραπεζών με το ιταλικό ή
το ισπανικό δημόσιο δεν
ξεπερνούσαν τις 100
μονάδες βάσης. Μια αιτία
είναι ότι οι ελληνικές
τράπεζες δεν είχαν
ολοκληρώσει την
προσπάθεια εξυγίανσης
των ισολογισμών τους και
έτσι η αγορά τιμολογούσε
τις ελληνικές τράπεζες
με σημαντική διαφορά σε
σχέση με το ελληνικό
Δημόσιο. Η κατάσταση
αυτή θα μπορούσε να
αλλάξει καθώς η
προσπάθεια μείωσης των
NPEs ολοκληρώνεται
σταδιακά και από τις
τέσσερις συστημικές
τράπεζες (δύο από αυτές
–Εθνική και Eurobank–
πέτυχαν τον στόχο ήδη
από τα τέλη του 2021),
εξισορροπώντας την
απόσταση μεταξύ
ελληνικού Δημοσίου και
ελληνικών τραπεζών,
προοπτική που ανατράπηκε
όμως μετά την εισβολή
της Ρωσίας στην Ουκρανία
και την ενεργειακή κρίση
που ακολούθησε.
Υπό αυτές τις συνθήκες η
εξέλιξη των spreads
διευρύνθηκε και τα
σχέδια για πρόσβαση στις
αγορές έχουν μπει στις
ελληνικές καλένδες για
τους επόμενους μήνες και
ίσως και για όλο το
2022, μεταθέτοντας την
υποχρέωση για την
άντληση κεφαλαίων με
εκδόσεις ύψους 15 δισ.
ευρώ εν ευθέτω χρόνω.