|
Αν και η
ΕΕ πρότεινε μηδενικούς
δασμούς στα βιομηχανικά
προϊόντα από τις ΗΠΑ, ο
Τραμπ απέρριψε την
πρόταση ως ανεπαρκή,
απαιτώντας να κλείσει το
εμπορικό πλεόνασμα μέσω
ενεργειακών αγορών 350
δισ. δολαρίων – ποσό
αντίστοιχο με σχεδόν το
σύνολο των περσινών
εισαγωγών πετρελαίου και
φυσικού αερίου της ΕΕ.
«Πρέπει να αγοράσουν την
ενέργειά τους από εμάς,
γιατί την έχουν ανάγκη»,
δήλωσε χαρακτηριστικά
από το Οβάλ Γραφείο.
Ο Τραμπ
έχει ανακοινώσει μια
προσωρινή αναστολή 90
ημερών στην εφαρμογή των
αμερικανικών δασμών,
δίνοντας περιθώριο
διαπραγμάτευσης με την
ΕΕ. Αν και η Ένωση
αφήνει ανοιχτό το
ενδεχόμενο να αυξήσει
τις εισαγωγές ενέργειας
από τις ΗΠΑ, ήδη από το
2018 είχε υπάρξει
σχετική συμφωνία κατά
την πρώτη προεδρική
θητεία του Τραμπ.
Ωστόσο, από τότε τα
δεδομένα έχουν αλλάξει.
Η ΕΕ έχει ήδη αυξήσει
σημαντικά τις
ενεργειακές της αγορές
από τις ΗΠΑ και δεν
σκοπεύει να τις
επεκτείνει περαιτέρω. Το
γεγονός αυτό ενδέχεται
να οδηγήσει τον Τραμπ να
ζητήσει άλλες
παραχωρήσεις, όπως
αγορές αγροτικών
προϊόντων ή χαλάρωση
κανονισμών σε τομείς
όπως η φορολόγηση των
αμερικανικών
τεχνολογικών κολοσσών
και τα πρότυπα ασφάλειας
τροφίμων.
Ο Simone
Tagliapietra, ανώτερος
συνεργάτης στο think
tank
Bruegel,
σημειώνει: «Η ιδέα ότι η
ΕΕ μπορεί να αγοράσει
περισσότερη αμερικανική
ενέργεια για να κερδίσει
δασμολογικές
παραχωρήσεις είναι ένας
μύθος – μια καθαρή
φαντασίωση».
Οι 7
λόγοι που καθιστούν το
αίτημα του Τραμπ μη
ρεαλιστικό:
1.
Υπερβολική ποσότητα
Η ΕΕ εισήγαγε ενεργειακά
προϊόντα συνολικής αξίας
περίπου 420 δισ.
δολαρίων πέρυσι από
διάφορες χώρες,
περιλαμβανομένων και των
ΗΠΑ. Ο αριθμός των 350
δισ. δεν τεκμηριώνεται
επαρκώς, ειδικά όταν το
εμπορικό πλεόνασμα της
ΕΕ με τις ΗΠΑ ήταν 237
δισ. δολάρια (161 δισ.
αν συνυπολογιστούν και
οι υπηρεσίες).
2.
Ενεργειακή ασφάλεια μέσω
ποικιλίας
Η ΕΕ έχει ως στρατηγική
να μην εξαρτάται
ενεργειακά από έναν μόνο
προμηθευτή, ιδιαίτερα
μετά την εμπειρία της
διακοπής των ρωσικών
αγωγών κατά την εισβολή
στην Ουκρανία. Πλέον οι
ενεργειακές εισαγωγές
της προέρχονται από
πολλές χώρες, καμία από
τις οποίες δεν ξεπερνά
το 20% του συνόλου.
3.
Υφιστάμενες συμβάσεις με
άλλους
Η ΕΕ βασίζεται σε
σταθερούς προμηθευτές
εντός της ευρύτερης
περιοχής, όπως η
Νορβηγία και η Αλγερία,
που διαθέτουν αγωγούς
απευθείας προς την
Ευρώπη. Παρότι υπάρχει
κάποιος χώρος για αύξηση
εισαγωγών LNG από ΗΠΑ,
αυτό περιορίζεται στο
ποσό που εισάγεται ακόμα
από τη Ρωσία — μόλις 7,2
δισ. δολάρια ετησίως.
4. Ήδη
σημαντικές αγορές από
ΗΠΑ
Η ΕΕ έχει ήδη αυξήσει
τις εισαγωγές από ΗΠΑ:
το 2024, οι ΗΠΑ ήταν ο
προμηθευτής του 16% των
εισαγωγών πετρελαίου της
ΕΕ και του 45% του LNG,
καθιστώντας τες τον
μεγαλύτερο προμηθευτή σε
αυτά τα είδη.
5.
Περιορισμένη παραγωγική
ικανότητα των ΗΠΑ
Οι τερματικοί σταθμοί
LNG στις ΗΠΑ λειτουργούν
ήδη στο μέγιστο. Αν και
προβλέπεται αύξηση της
χωρητικότητας στο
μέλλον, οι ευρωπαϊκές
εταιρείες δεν
προτίθενται να
υπογράψουν μακροχρόνιες
συμβάσεις, λόγω των
στόχων για μείωση της
κατανάλωσης φυσικού
αερίου και των εκπομπών.
6.
Στροφή της ΕΕ από τα
ορυκτά καύσιμα
Η ΕΕ δεν αποτελεί πλέον
αγορά ανάπτυξης για
ορυκτά καύσιμα. Η χρήση
φυσικού αερίου έχει
μειωθεί, η παραγωγή με
ηλιακή και αιολική
ενέργεια αυξάνεται και
οι υψηλές τιμές
ενέργειας το 2022
οδήγησαν στο κλείσιμο
πολλών ενεργοβόρων
βιομηχανιών. Το 2023, η
χρήση φυσικού αερίου
στην παραγωγή ενέργειας
ήταν μειωμένη κατά 20%
σε σύγκριση με το 2019.
7. Οι
αγορές δεν ελέγχονται
κεντρικά
Η ΕΕ δεν μπορεί να
επιβάλει στις ιδιωτικές
εταιρείες από πού θα
αγοράζουν ενέργεια.
Πολλές από αυτές
δεσμεύονται από
πολυετείς συμφωνίες με
προμηθευτές από άλλες
χώρες. Η καταστρατήγηση
τέτοιων συμβολαίων θα
σήμαινε οικονομικές
κυρώσεις και νομικές
προσφυγές.
«Οι
εταιρείες ενέργειας
είναι ελεύθερες να
επιλέγουν προμηθευτές με
βάση την αγορά, και η ΕΕ
δεν έχει τη δυνατότητα
να τους επιβάλει κοινές
αγορές», επισημαίνει ο
Tagliapietra.
|