|
Απότομη πτώση του
euribor: Πλήγμα για τα
έσοδα από δάνεια
Η
πλειοψηφία των
τραπεζικών δανείων στην
Ελλάδα είναι συνδεδεμένη
με κυμαινόμενα επιτόκια,
και κυρίως με τον δείκτη
euribor. Από την αρχή
του 2024 έως το πρώτο
τρίμηνο του 2025, ο
δείκτης αυτός κατέγραψε
πτώση σχεδόν 150 μονάδων
βάσης. Ενώ το 2023
βρισκόταν κοντά στο 4%,
πλέον κυμαίνεται γύρω
στο 2,5%, μετά από έξι
συνεχόμενες μειώσεις από
την ΕΚΤ και την
προσδοκία για περαιτέρω
μείωση που επιβεβαιώθηκε
πρόσφατα.
Η
επίπτωση είναι αισθητή
κυρίως στην
επιχειρηματική πίστη,
όπου τα δάνεια είναι
σχεδόν στο σύνολό τους
με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Δεδομένου ότι αυτά τα
χαρτοφυλάκια είναι τα
μεγαλύτερα στα βιβλία
των τραπεζών, η μείωση
των επιτοκίων συμπιέζει
έντονα τα έσοδα από
τόκους.
Αντιστάθμιση μέσω άλλων
πηγών εσόδων
Παρά τη
μείωση των επιτοκίων, η
συνολική κάμψη στα
καθαρά έσοδα από τόκους
φαίνεται να είναι
σχετικά συγκρατημένη.
Από τα 2,11 δισ. ευρώ
του α’ τριμήνου 2024, οι
αναλυτές προβλέπουν ότι
τα έσοδα θα κινηθούν
κοντά στα 2 δισ. ευρώ
για την ίδια περίοδο του
2025.
Αυτό
οφείλεται σε τρεις
βασικούς παράγοντες:
Έσοδα
από κρατικά ομόλογα:
Οι τράπεζες, κατά την
περίοδο των υψηλών
επιτοκίων, προχώρησαν σε
αγορές κρατικών τίτλων
με υψηλές αποδόσεις. Τα
κουπόνια αυτών των
ομολόγων παραμένουν
σταθερά μέχρι τη λήξη,
προστατεύοντας τις
αποδόσεις από τη
μεταβλητότητα της
αγοράς.
Ισχυρή
πιστωτική επέκταση:
Η αύξηση των χορηγήσεων
κατά τη διάρκεια του
2024, αλλά και στο πρώτο
τρίμηνο του 2025,
δημιούργησε ένα
μεγαλύτερο ενεργητικό
για τις τράπεζες, που
μεταφράζεται σε
υψηλότερα συνολικά
έσοδα, έστω και με
μικρότερη μέση απόδοση.
Στεγαστικά δάνεια με
«πλαφόν» στα επιτόκια:
Σημαντικό τμήμα των
στεγαστικών δανείων
διαθέτει ανώτατο όριο
στο επιτόκιο (συνήθως
μεταξύ 2,7% και 2,9%),
που συγκρατεί τη
διακύμανση των σχετικών
εσόδων. Παράλληλα, τα
νέα στεγαστικά δάνεια
που χορηγήθηκαν το 2024
συνέβαλαν επιπλέον στα
έσοδα.
Προμήθειες: Ο κρυφός
«ήρωας» των
αποτελεσμάτων
Καθώς η
κερδοφορία από τόκους
δέχεται πιέσεις, οι
τράπεζες στρέφονται σε
άλλες πηγές για να
ενισχύσουν τα έσοδά
τους. Ξεχωρίζουν οι
δραστηριότητες σε
bancassurance
(τραπεζοασφαλιστικά
προϊόντα) και η
διαχείριση κεφαλαίων
(asset management).
Το πρώτο
τρίμηνο του 2025
σημειώθηκε αξιοσημείωτη
αύξηση των καθαρών
εισροών στα αμοιβαία
κεφάλαια, που άγγιξε τα
1,65 δισ. ευρώ — μια
αύξηση 12% σε σύγκριση
με την αντίστοιχη
περίοδο του 2024. Η τάση
αυτή ενισχύει τα έσοδα
από προμήθειες, τα οποία
εκτιμάται ότι φέτος θα
κινηθούν κοντά στα 600
εκατ. ευρώ, έναντι 477
εκατ. ευρώ πέρυσι.
Συμπέρασμα: Ήπια πίεση,
σταθερή απόδοση
Παρά τις
πρώτες ενδείξεις πίεσης
από τη μείωση των
επιτοκίων, ο τραπεζικός
κλάδος φαίνεται να
διατηρεί ένα ισχυρό
προφίλ κερδοφορίας. Οι
τέσσερις συστημικοί
όμιλοι αναμένεται να
εμφανίσουν καθαρά κέρδη
κοντά στο 1 δισ. ευρώ
για το πρώτο τρίμηνο του
2025, ένα μέγεθος που
υποδηλώνει ανθεκτικότητα
αλλά και
προσαρμοστικότητα.
Η
στρατηγική
διαφοροποίησης των πηγών
εσόδων, η συνετή
διαχείριση κινδύνου και
η αξιοποίηση περιόδων
υψηλών επιτοκίων για τη
δημιουργία «μαξιλαριών»
από κρατικά ομόλογα,
αποδεικνύονται κρίσιμες
επιλογές. Ωστόσο, εάν η
πορεία των επιτοκίων
συνεχίσει πτωτικά για
μεγαλύτερο διάστημα,
τότε το δεύτερο εξάμηνο
του 2025 ίσως αποδειχθεί
πιο απαιτητικό για τη
διατήρηση της σημερινής
δυναμικής.
|