|
Η ΤτΕ
επισημαίνει ότι η χαμηλή
προσφορά κατοικιών
οφείλεται στη
μακροχρόνια υποχώρηση
της οικοδομικής
δραστηριότητας την
περίοδο 2010–2020, στη
συγκράτηση ακινήτων που
συνδέονται με μη
εξυπηρετούμενα δάνεια,
καθώς και στην
επενδυτική αξιοποίηση
της κατοικίας, που
περιορίζει τη
διαθεσιμότητα.
Όπως
σημειώνεται, η κάμψη της
ιδιωτικής οικοδομικής
δραστηριότητας το πρώτο
εξάμηνο του 2025 (μείωση
14% στις άδειες, 24,1%
στην επιφάνεια και 17,7%
στον όγκο) καθυστερεί
την ανάκαμψη της
προσφοράς. Η Τράπεζα
εκτιμά ότι η αναμόρφωση
του συστήματος κινήτρων
του ΝΟΚ, σύμφωνα με τις
κατευθύνσεις του ΣτΕ, θα
συμβάλει στην
επανεκκίνηση της
δραστηριότητας.
Παράλληλα, το ζήτημα των
ενοικίων παραμένει
πιεστικό, καθώς οι τιμές
συνεχίζουν να
αυξάνονται, αν και δεν
έχουν ακόμη αγγίξει τα
ιστορικά υψηλά του 2011.
Η ΤτΕ υπογραμμίζει ότι
το κόστος στέγασης
ανέρχεται στο 35,5% του
διαθέσιμου εισοδήματος,
ενώ η αύξηση τιμών,
φόρων και λειτουργικών
δαπανών επιδεινώνει το
πρόβλημα στέγασης.
Παρά τις
θετικές εξελίξεις στην
απασχόληση και την
αύξηση των μισθών, η
μείωση του πραγματικού
εισοδήματος σε συνδυασμό
με την άνοδο των τιμών
κατοικίας και ενοικίων
δημιουργεί έντονες
πιέσεις στα νοικοκυριά.
Η ΤτΕ τονίζει την ανάγκη
άμεσων παρεμβάσεων
στεγαστικής πολιτικής,
με στόχο την ενίσχυση
της προσφοράς, την
αναβάθμιση του
υφιστάμενου αποθέματος
και τη βελτίωση των όρων
πρόσβασης στην αγορά
κατοικίας, προκειμένου
να διασφαλιστεί η
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα και η
κοινωνική συνοχή.
|